κυοφορέω
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A to be with young, be pregnant, Hp.Nat.Mul.12 (v.l.), LXX Ec.11.5; ἔκ τινος by... Luc.DDeor.1.2; of the earth, Ph.1.9: metaph., ib.130: c. acc., τινα with or of... ib.251, Hld.10.18: metaph., ἡ διάνοια κ. πολλά Ph.1.183:—Pass., D.S.1.7; βρέφος κυοφορηθέν Artem.4.67, cf. 84, Porph.Marc.32, Phlp.in AP0.280.17.
German (Pape)
[Seite 1534] die Leibesfrucht tragen, schwanger gehen; Hippocr. u. Sp; ἔκ τινος, Luc. D. D. 1, 2; τινά, Hel. 10, 18; im pass., βρέφος συλληφθὲν καὶ κυοφορηθέν, Artemid. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
κυοφορέω: ἐγκυμονῶ, Ἱππ. 567. 12, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 2· ἔκ τινος... ὁ αὐτ.· τινά… Ἡλιόδ. 10. 18· μεταφορ., ἡ διάνοια κ. πολλὰ Φίλων 1. 183. ― Παθ., βρέφος κυοποιηθὲν Ἀρτεμίδ. 4. 67, πρβλ. 84.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être enceinte ou pleine.
Étymologie: κύος, φέρω.
Greek Monotonic
κυοφορέω: (κύω, φέρω), είμαι έγκυος, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυοφορέω [κύω, φέρω] zwanger zijn.
Russian (Dvoretsky)
κυοφορέω: быть беременной (ἔκ τινος Luc.).