παράπτωσις

From LSJ
Revision as of 01:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπτωσις Medium diacritics: παράπτωσις Low diacritics: παράπτωσις Capitals: ΠΑΡΑΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: paráptōsis Transliteration B: paraptōsis Transliteration C: paraptosis Beta Code: para/ptwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A falling beside, lying side by side, Arist.GA718a28.    II falling from the right way, π. τοῦ καθήκοντος Plb.15.23.5 : abs., = παράπτωμα 1, Id.16.20.5, LXX Je.22.21, Phld.Lib.p.17 O.; grammatical mistake, S.E.M.1.210.    III ἡ τοῦ τόπου π. the situation of a place off the road, Plb.4.32.5.    IV κατὰ <τὴν> τοῦ διώγματος π. in the course of... Id.11.17.3 ; κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς κελτοὺς π. as they were pursuing, Id.3.115.11.

German (Pape)

[Seite 496] ἡ, das Danebenfallen, das Abkommen vom rechten Wege, Irrthum, Fehltritt, Pol. 16, 20, 5; εἰς τοιαύτην ἄγνοιαν καὶ παράπτωσιν τοῦ καθήκοντος ἧκεν, 15, 23, 5, Abirrung von der Pflicht; Sext. Emp. adv. gramm. 210, u. a. Sp.; τοῦ τόπου, Lage des Ortes neben dem Wege, Pol. 4, 32, 5. – Verfolgung, Pol. 3, 115, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παράπτωσις: ἡ, τὸ πίπτειν πλησίον, τὸ κεῖσθαι παρ’ ἀλλήλοις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 2. ΙΙ.τὸ ἐκπίπτειν ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, παράβασις, π. τοῦ καθήκοντος Πολύβ. 15. 23, 5· ἀπολ., = παράπτωμα, ὁ αὐτ. 16. 20, 5. ΙΙΙ. ἡ π. τοῦ τόπου, ἡ θέσις τόπου τινὸς πόρρω, μακρὰν τῆς ὁδοῦ, ὁ αὐτ. 4.32,5. ΙV.κατὰ τὴν π. τοῦ διώγματος, διαρκοῦντος τοῦ.., ὁ αὐτ. 11. 17, 3· κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς Κελτοὺς π., ὅτε κατεδίωκον τοὺς Κ., ὁ αὐτ. 3. 115, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de tomber ou de s’étendre auprès de;
II. action de tomber sur : ἐπί τινα attaque ou poursuite dirigée contre qqn;
III. action de s’écarter du droit chemin, d’où
1 au mor. dérogation, violation;
2 erreur, faute;
3 situation d’un lieu à côté ou hors du chemin.
Étymologie: παραπίπτω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ παραπίπτω
γραμματικό λάθος
αρχ.
1. το να πέφτει κάποιος ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή να βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι
2. παρεκτροπή από τον ίσιο δρόμο, παράβαση
3. καταδίωξη
4. φρ. α) «ἡ τοῡ τόπου παράπτωσις» — θέση κάποιου τόπου μακριά από τον δρόμο
β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — κατά την διάρκεια.

Greek Monotonic

παράπτωσις: ἡ (παραπίπτω), πτώση από τα πλάγια, κατὰ τὴν παράπτωσίν τινος, κατά τη διάρκεια ή την εξέλιξη μιας ενέργειας, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παράπτωσις: εως ἡ1) отпадение, отклонение; погрешность: π. τοῦ καθήκοντος Polyb. невыполнение долга;
2) смещенность или удаленность: τοῦ τόπου π. Polyb. удаленность места (от дороги);
3) зоол. покрывание Arst.;
4) воен. нападение, атака (ἐπὶ τοὺς Κελτούς Polyb.): ἡ π. τοῦ διώγματος Polyb. преследование.