παράπτωσις

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπτωσις Medium diacritics: παράπτωσις Low diacritics: παράπτωσις Capitals: ΠΑΡΑΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: paráptōsis Transliteration B: paraptōsis Transliteration C: paraptosis Beta Code: para/ptwsis

English (LSJ)

παραπτώσεως, ἡ,
A falling beside, lying side by side, Arist.GA718a28.
II falling from the right way, παράπτωσις τοῦ καθήκοντος = trespass against propriety Plb.15.23.5: abs., = παράπτωμα 1, Id.16.20.5, LXX Je.22.21, Phld.Lib.p.17 O.; grammatical mistake, S.E.M.1.210.
III ἡ τοῦ τόπου παράπτωσις the situation of a place off the road, Plb.4.32.5.
IV κατὰ τοῦ διώγματος παράπτωσις in the course of... Id.11.17.3; κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς κελτοὺς παράπτωσιν as they were pursuing, Id.3.115.11.

German (Pape)

[Seite 496] ἡ, das Danebenfallen, das Abkommen vom rechten Wege, Irrtum, Fehltritt, Pol. 16, 20, 5; εἰς τοιαύτην ἄγνοιαν καὶ παράπτωσιν τοῦ καθήκοντος ἧκεν, 15, 23, 5, Abirrung von der Pflicht; Sext. Emp. adv. gramm. 210, u. a. Sp.; τοῦ τόπου, Lage des Ortes neben dem Wege, Pol. 4, 32, 5. – Verfolgung, Pol. 3, 115, 11.

French (Bailly abrégé)

παραπτώσεως (ἡ) :
I. action de tomber ou de s'étendre auprès de;
II. action de tomber sur : ἐπί τινα attaque ou poursuite dirigée contre qqn;
III. action de s'écarter du droit chemin, d'où
1 au mor. dérogation, violation;
2 erreur, faute;
3 situation d'un lieu à côté ou hors du chemin.
Étymologie: παραπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

παράπτωσις: παραπτώσεως ἡ
1 отпадение, отклонение; погрешность: παράπτωσις τοῦ καθήκοντος Polyb. невыполнение долга;
2 смещенность или удаленность: τοῦ τόπου παράπτωσις Polyb. удаленность места (от дороги);
3 зоол. покрывание Arst.;
4 воен. нападение, атака (ἐπὶ τοὺς Κελτούς Polyb.): ἡ παράπτωσις τοῦ διώγματος Polyb. преследование.

Greek (Liddell-Scott)

παράπτωσις: ἡ, τὸ πίπτειν πλησίον, τὸ κεῖσθαι παρ’ ἀλλήλοις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 2. ΙΙ.τὸ ἐκπίπτειν ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, παράβασις, π. τοῦ καθήκοντος Πολύβ. 15. 23, 5· ἀπολ., = παράπτωμα, ὁ αὐτ. 16. 20, 5. ΙΙΙ. ἡ π. τοῦ τόπου, ἡ θέσις τόπου τινὸς πόρρω, μακρὰν τῆς ὁδοῦ, ὁ αὐτ. 4.32,5. ΙV.κατὰ τὴν π. τοῦ διώγματος, διαρκοῦντος τοῦ.., ὁ αὐτ. 11. 17, 3· κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς Κελτοὺς π., ὅτε κατεδίωκον τοὺς Κ., ὁ αὐτ. 3. 115, 11.

Greek Monolingual

παραπτώσεως, ἡ, ΜΑ παραπίπτω
γραμματικό λάθος
αρχ.
1. το να πέφτει κάποιος ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή να βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι
2. παρεκτροπή από τον ίσιο δρόμο, παράβαση
3. καταδίωξη
4. φρ. α) «ἡ τοῦ τόπου παράπτωσις» — θέση κάποιου τόπου μακριά από τον δρόμο
β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — κατά την διάρκεια.

Greek Monotonic

παράπτωσις: ἡ (παραπίπτω), πτώση από τα πλάγια, κατὰ τὴν παράπτωσίν τινος, κατά τη διάρκεια ή την εξέλιξη μιας ενέργειας, σε Πολύβ.

Middle Liddell

παράπτωσις, εως, παραπίπτω
a falling beside; κατὰ τὴν π. τινος in the course of an action, Polyb.