σημειόω

From LSJ
Revision as of 03:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειόω Medium diacritics: σημειόω Low diacritics: σημειόω Capitals: ΣΗΜΕΙΟΩ
Transliteration A: sēmeióō Transliteration B: sēmeioō Transliteration C: simeioo Beta Code: shmeio/w

English (LSJ)

(Dor. σᾱμ- IG5(1).1390.71 (Andania, i B.C.)),= σημαίνω,

   A mark (by milestones), Plb.3.39.8 (Pass.), cf. 1.47.1; seal, ἐπιστολὰς -ωμένας σφραγῖδι D.H.4.57:—Pass., to be marked or stamped, IG l.c.    2 give a signal, impers. in Pass., ὅταν σημειωθῇ Aen. Tact.22.23 (cod. M).    II Med., mark for oneself, note down, ὅτι . . Thphr.CP1.21.7; τόπον Plb.21.28.9: abs., Δυμᾶς σεσημείωμαι (signed) Δυμᾶς, Ostr.Bodl. iii 280 (i A.D.), cf. ii 25 (i A.D.), etc.; take notice of, pay honour to . ., ὅπως ὁ δῆμος φαίνηται τοὺς καλοὺς κἀγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος Inscr.Perg.252.28.    2 interpret anything as a sign or portent, Plb.5.78.2, Str.9.2.11; infer as from a sign, ὁ ἐκ τῆς ἐναργείας -ούμενος περὶ τῶν ἀδήλων Phld. Sign.15, cf. Epicur.Ep.2p.47U., S.E.M.8.271:—Medic., diagnose, Antyll. ap. Orib.45.2.1, Gal.18(2).851; later, examine, σημειωσόμεθα κοπαρίῳ Paul.Aeg.6.77; οἱ τοῦ -ουμένου δάκτυλοι ib.96.    3 in Gramm., of marginal marks, σημείωσαι,= nota bene, Hdn.Gr.1.87, al., freq. in Sch.:—in Pass., σημειοῦται δὲ ὅτι . .Sch.Il.Oxy.1086i17; τὰ σεσημειωμένα noted as exceptions, A.D.Pron.115.11, Choerob. in Theod.1.406 H.: fut. σεσημειώσεται A.D.Adv.166.14.

German (Pape)

[Seite 875] = σημαίνω, zeichnen, bezeichnen; ταῦτα τὰ διαστήματα βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους ὀκτώ, Pol. 3, 39, 8; versiegeln, D. Hal. 4, 57. – Gew. im med. merken, bemerken, für sich zu Papier bringen, aufzeichnen, Pol. 22, 11, 12; auch Etwas als Merkmal, Zeichen der Zukunft deuten, σημειωσάμενοι τὸ γεγονός, 5, 78, 2; S. Emp. adv. log. 2, 270. Bei den Gramm. σημείωσαι, man muß merken.

Greek (Liddell-Scott)

σημειόω: σημαίνω, σημειώνω (τὰ μίλια διὰ λίθων), ταῦτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους ὀκτὼ διὰ Ρωμαίων ἐπιμελῶς Πολύβ. 3. 39, 8, ἐν τῷ Παθητ., πρβλ. 1. 47, 1· - σφραγίζω, ἐπιστολὰς σφραγῖδι Διον. Ἁλ. 4. 57. ΙΙ. Μέσ., σημειώνω δι’ ἐμαυτόν, παρατηρῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἴτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 11, 12, κτλ. 2) ἑρμηνεύω τι ὡς σημεῖον ἢ οἰωνόν, ὁ αὐτ. 5. 78, 2, Στράβ. 404.
3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ τῶν ἐν τῷ περιθωρίῳ σημειώσεων, σημείωσαι = nota bene, Ἀθήν. 55Β, συχν. ἐν τοῖς Σχολιαστ.· - ἐν τῷ Παθ. σεσημείωται, εἶναι γεγραμμένον ἐν τῷ περιθωρίῳ, Εὐσέβ., Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 16· τὰ σεσημειωμένα, τὰ σημειωθέντα ὡς ἐξαιρέσεις, Α. Β. 1257· μέλλ. σεσημειώσεται ὁ αὐτ. 2. 577, 583, 588, κ. ἀλλ. - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 472, 476.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐσημείωσα, pf. σεσημείωκα;
Pass. ao. ἐσημειώθην, pf. σεσημείωμαι;
marquer d’un signe.
Étymologie: σημεῖον.

English (Strong)

from σημεῖον; to distinguish, i.e. mark (for avoidance): note.

English (Thayer)

σημείῳ: (σημεῖον), to Mark , note, distinguish by marking; middle present imperative 2nd person plural σημειοῦσθε; to mark or note for oneself (Winer s Grammar, § 38,2b.; Buttmann, § 135,4): τινα, Buttmann, 92 (80); Winer s Grammar, 119 (113)). (Theophrastus, Polybius, Philo, Dionysius Halicarnassus, others; (Sept.).)

Greek Monotonic

σημειόω: μέλ. -ώσω = σημαίνω,
I. σημαδεύω (με λίθους που λειτουργούν ως μιλιοδείκτες), σε Πολύβ.
II. Μέσ., ερμηνεύω ως σημάδι, οιωνοσκοπώ, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σημειόω: 1) обозначать, отмечать (τὰ διαστήματα Polyb.);
2) med. (о небесных явлениях) считать знамением (τι Polyb.);
3) med. истолковывать, объяснять: γεωργοὶ ἄκρως σημειοῦνται Sext. земледельцы отлично разбираются в небесных явлениях;
4) med. брать на заметку, запоминать (τινα NT).