συμβασιλεύω

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβᾰσῐλεύω Medium diacritics: συμβασιλεύω Low diacritics: συμβασιλεύω Capitals: ΣΥΜΒΑΣΙΛΕΥΩ
Transliteration A: symbasileúō Transliteration B: symbasileuō Transliteration C: symvasileyo Beta Code: sumbasileu/w

English (LSJ)

   A rule, reign together with, τινι Plb.30.2.4, Plu.Lyc. 5, Luc.DDeor.16.2, etc.: metaph., 1 Ep.Cor.4.8: abs., 2 Ep.Ti.2.12.

German (Pape)

[Seite 978] mitherrschen, τῷ ἀδελφῷ, Pol. 30, 2, 4; Luc. D. D. 16, 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰσῐλεύω: βασιλεύω ἢ κυβερνῶ ὁμοῦ μετά τινος, συμβαβασιλεύει τἀδελφῷ Πολύβ. 30. 2, 4, Πλουτάρχ. Λυκοῦργ. 5, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

régner ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, βασιλεύω.

English (Strong)

from σύν and βασιλεύω; to be co-regent (figuratively): reign with.

English (Thayer)

(T συνβασιλεύω so now WH (in examples as below); cf. σύν, v, II. at the end): future συμβασιλεύσω; 1st aorist συνεβασίλευσα; to reign together: τίνι, with one; properly, Polybius 30,2, 4; Lucian, dial. deor. 16,2; often in Plutarch (also in Dionysius Halicarnassus, Strabo); metaphorically, to possess supreme honor, liberty, blessedness, with one in the kingdom of God: Winer s Grammar, 41b. 5 N. 2; Buttmann, § 139,10); βαιλεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ βασιλεύω
1. βασιλεύω μαζί με κάποιον άλλο, ασκώ τη βασιλική εξουσία μαζί με κάποιον άλλο («ὥς που και λέγεται συμβασιλεύοντα τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ», Πλούτ.)
2. θρησκ. μετέχω κι εγώ στη βασιλεία τών ουρανών («καὶ ἡμεῑς ὑμῑν συμβασιλεύσωμεν», ΚΔ).

Greek Monolingual

ΝΜΑ βασιλεύω
1. βασιλεύω μαζί με κάποιον άλλο, ασκώ τη βασιλική εξουσία μαζί με κάποιον άλλο («ὥς που και λέγεται συμβασιλεύοντα τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ», Πλούτ.)
2. θρησκ. μετέχω κι εγώ στη βασιλεία τών ουρανών («καὶ ἡμεῑς ὑμῑν συμβασιλεύσωμεν», ΚΔ).

Greek Monotonic

συμβᾰσιλεύω: μέλ. -σω, κυβερνώ ή βασιλεύω από κοινού με κάποιον, τινί, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-βασιλεύω samen (met...) koning zijn, tegelijk (met...) regeren; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμβᾰσιλεύω: совместно царствовать (τινί Polyb., Plut., Luc., NT).