τροπός

From LSJ
Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπός Medium diacritics: τροπός Low diacritics: τροπός Capitals: ΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: tropós Transliteration B: tropos Transliteration C: tropos Beta Code: tropo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courroie pour attacher la rame au bord du navire.
Étymologie: τρέπω.

English (Autenrieth)

pl., thongs or straps, by means of which oars were loosely attached to the thole-pins (κληῖδες), Od. 4.782 and Od. 8.53. (See cut No. 32, d. Α later different arrangement is seen in the following cut, and in No. 38.)

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο τροπωτήρας
αρχ.
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός).

Greek Monotonic

τροπός: ὁ (τρέπω), ιμάντας από στριμμένο δέρμα, με το οποίο προσέδεναν το κουπί στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπός -οῦ, ὁ [τρέπω] strop (aan roeiriem).

Russian (Dvoretsky)

τροπός: ὁ Hom. = τροπωτήρ.