φιλόγελως

From LSJ
Revision as of 05:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

German (Pape)

[Seite 1278] ωτος, ὁ, das Lachen liebend, gern lachend; φιλογέλωτας Plat. Rep. III, 388 e; Ggstz ὀδυρτικός, Arist. rhet. 2, 13; Sp., wie Alciphr. 3, 43; φιλόγελως ὄντας Ath. VI, 261 c.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγελως: ὁ, ἡ ὁ φιλῶν τὸν γέλωτα, ὁ φιλῶν νὰ γελᾷ φιλογέλωτας Πλάτ. Πολ. 388Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 16· ἐναντίον τὸ ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι αὐτόθι 2. 13, 15· ― ὡσαύτως κλίνεται καὶ κατὰ τὴν Ἀττικ. κλίσιν, οὐδ. φιλόγελω Φιλόστρ. 518· αἰτ. πληθ. φιλόγελως Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 261D, ἴδε Μοῖριν 385, Θωμ. Μάγιστρ. 897.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ, τό)
qui aime à rire, rieur ; τὸ φιλόγελως l’amour du rire, la gaieté.
Étymologie: φίλος, γέλως.

Greek Monolingual

-γέλωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. φιλόγελως, -ων, ΜΑ
1. αυτός που γελά εύκολα, ο επιρρεπής στο γέλιο
2. ως κύριο όν. Φιλόγελως
τίτλος συλλογής αποτελούμενος από 265 ευτράπελα αποφθέγματα, χαρακτηρισμούς, ανέκδοτα και αστεία, η οποία, σύμφωνα με το λεξ. Σούδα, ήταν έργο του μιμολόγου Φιλιστίωνος ή, κατ' άλλους, τών γραμματικών του 5ου μ.Χ. αιώνα Ιεροκλέους και Φιλαγρίου
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόγελων
τάση, διάθεση για γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γελως (< γέλως, -ωτος), πρβλ. μισό-γελως].

Greek Monotonic

φῐλόγελως: ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τα γέλια, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόγελως: ωτος adj. Plat., Plut. = φιλογέλοιος.
ωτος τό смешливость Arst.