διανέω

From LSJ
Revision as of 06:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανέω Medium diacritics: διανέω Low diacritics: διανέω Capitals: ΔΙΑΝΕΩ
Transliteration A: dianéō Transliteration B: dianeō Transliteration C: dianeo Beta Code: diane/w

English (LSJ)

   A swim across, ἐς Σαλαμῖνα Hdt.8.89; τὸν Τίγρητα Luc.Hist. Conscr.19.    II c. acc., swim through, i.e. get safe through, δ. πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a, cf. R.441c; ποταμόν Ael.NA3.6.    III metaph. in Med., filter through, c. gen., Marc.Sid.76.

German (Pape)

[Seite 592] (s. νέω), durchschwimmen; ἐς Σαλαμῖνα Her. 8, 89; ποταμόν Ael. H. N. 3, 6. Uebertr., τοσοῦτον πλῆθος λόγων, sich durcharbeiten, Plat. Parm. 187 a, Schol. περαιωθῆναι; vgl. ἀνάπαλιν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον διανεῖν Phaedr. 264 a; u. ταῦτα μόγις διανενεύκαμεν Rep. IV, 441 c, wir haben es endlich überwunden.

Greek (Liddell-Scott)

διανέω: μέλλ. -νεύσομαι, διακολυμβῶ, κολυμβῶν διέρχομαι, ἐς Σαλαμῖνα Ἡρόδ. 8. 89, Αἰλ. π. Ζ. 3, 6. ΙΙ. μεταφ., διέρχομαι…, δ. πλῆθος λόγων Πλάτ. Παρμ. 137Α, πρβλ. Πολ. 441C· ἴδε ἐν λ. ὕπτιος Ι.

French (Bailly abrégé)

f. διανεύσομαι, etc.
1 traverser (la mer) à la nage : ἐς Σαλαμῖνα HDT jusqu’à Salamine;
2 traverser à la nage : ποταμόν ÉL un fleuve.
Étymologie: διά, νέω.

Spanish (DGE)

I tr. atravesar a nado τὸν Τίγρητα Luc.Hist.Cons.19, τὸν ποταμόν Paus.5.5.11, cf. Ael.NA 3.6, en una metáf. ἐξ ὑπτίας ... διανεῖν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον intenta atravesar el discurso nadando de espaldas Pl.Phdr.264a, πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a
c. ac. de rel. ταῦτα μὲν ἄρα ... διανενεύκαμεν entonces en ese tema hemos llegado a puerto Pl.R.441c, cf. Them.Or.23.297b.
II intr.
1 ir a nado, nadar ἐς τὴν Σαλαμῖνα Hdt.8.89, ἐφ' ἑκάτερα (χείλη τοῦ ποταμοῦ) Arist.Mir.845b12, ἐν τῷ ὕδατι Luc.Lex.2.
2 en v. med., de líquidos filtrarse a través de λίπος τρητοῦ διανεύμενον ἠθητῆρος Marc.Sid.76.

Greek Monolingual

διανέω (Α) νέω
1. διαπεραιώνομαι κολυμπώντας
2. μτφ. διεξέρχομαι, επεξεργάζομαι
3. κλώθω.

Greek Monotonic

διανέω: μέλ. -νεύσομαι,
I. κολυμπώ απέναντι, ἐς Σαλαμῖνα, σε Ηρόδ.
II. με αιτ., διέρχομαι, επεξεργάζομαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διανέω: (fut. διανεύσομαι)
1) переплывать (ἐς τὴν Σαλαμῖνα Her.);
2) преодолевать (τοσοῦτον πλῆθος λόγων Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-νέω door... heen zwemmen; overzwemmen, met acc.:; ποταμόν δ. een rivier overzwemmen Luc. 59.19; met εἰς + acc..; ἐς Σαλαμῖνα naar Salamis overzwemmen Hdt. 8.89.1; overdr.. διανεῦσαι τοιοῦτόν τε καὶ τοσοῦτον πέλαγος λόγων door een zodanige en een zo grote zee van discussies heen zwemmen Plat. Parm. 137a; ταῦτα... μόγις διανενεύκαμεν we hebben ons er met moeite doorheen geworsteld Plat. Resp. 441c.