ζῳογόνος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
German (Pape)
[Seite 1144] Leben, Lebendiges hervorbringend, Sp.; Anth. IX, 525, 7 heißt so Apollo.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des vers ou animalcules.
Étymologie: ζῷον, γίγνομαι.
Greek Monotonic
ζῳογόνος: -ον (ζῷον, *γείνω),
I. αυτός που παράγει ζωντανά, παραγωγικός, γόνιμος, προσωνύμιο του Απόλλωνα, σε Ανθ. II.ζωο-γόνος (ζωή), αυτός που φέρει ζωή, ζωηφόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζῳογόνος: дающий жизнь, животворящий (Ἀπόλλων Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳογόνος -ον [ζωός, γίγνομαι] leven voortbrengend, levengevend.