παρασταδόν
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Adv.
A standing beside, at one's side, Il.15.22, Od.10.173, Thgn.473, A.Ch.991 ; π. ἐγγύς Theoc.25.103.
German (Pape)
[Seite 499] hinzutretend, Il. 15, 22 Od. 10, 172 u. öfter; Aesch. Ch. 977; παρ. ἐγγύς vrbdt Theocr. 25, 103.
Greek (Liddell-Scott)
παραστᾰδόν: Ἐπίρρ., ἐγγύθεν ἐκ τοῦ πλησίον, λῦσαι δ’ οὐκ ἠδύναντο παρασταδόν, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 22, Ὀδ. Κ. 173, 547, Θέογν. 473, Αἰσχύλ. Χο. 983· π. ἐγγὺς Θεόκρ. 25. 103· πρβλ. παρίστημι Β. Ι. 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
en se tenant auprès.
Étymologie: παρά, ἵστημι, -δον.
English (Autenrieth)
adv., standing by, going up to. (Od.)
Greek Monolingual
Α
(επίρρ. τοπ.) πολύ κοντά, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σταδόν (< θ. στα- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα-σταδόν, απο-σταδόν].
Greek Monotonic
παραστᾰδόν: επίρρ., στην πλευρά κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
παραστᾰδόν: adv. подступая(сь) (подступивши), подойдя (Hom., Aesch.; Theocr. - v. l. περισταδόν).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασταδόν [παρίστημι] adv., dichtbij ( lett. terzijde staand, naast ( iem. ) gaand staan):. λῦσαι δ ’ οὐκ ἐδύναντο παρασταδόν ze konden niet vlak naast je komen om je los te maken Il. 15.22.