πάροξυς

From LSJ
Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροξυς Medium diacritics: πάροξυς Low diacritics: πάροξυς Capitals: ΠΑΡΟΞΥΣ
Transliteration A: pároxys Transliteration B: paroxys Transliteration C: paroksys Beta Code: pa/rocus

English (LSJ)

υ,

   A pointed, of a fractured bone, Hp.Fract.31.    II metaph., precipitate, Antiph.80.8.

German (Pape)

[Seite 527] vorschnell, zur Unzeit hitzig, neben μάχιμος Antiphan. bei Ath. VI, 238 a, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάροξυς: υ, ὀξύς, εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 773. ΙΙ. μεταφορ., ὀξύθυμος, ὁ ταχέως ὀργιζόμενος, οὐ μάχιμος, οὐ πάροξυς Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 8.

Greek Monolingual

-υ, γεν. -έος, Α οξύς
1. (για σπασμένο, με κάταγμα οστό) αιχμηρός, οξύς, που απολήγει σε οξύ άκρο
2. μτφ. (για πρόσ.) οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, αψύς, ορμητικός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφακίας».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-οξυς -υν gepunt.