Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρωνυχία

From LSJ
Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωνῠχία Medium diacritics: παρωνυχία Low diacritics: παρωνυχία Capitals: ΠΑΡΩΝΥΧΙΑ
Transliteration A: parōnychía Transliteration B: parōnychia Transliteration C: paronychia Beta Code: parwnuxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A whitlow, Hp.Epid.2.6.27, Plu.2.43b, al., Jul.Gal. 245d.    II plant reputed to be a cure for whitlow, Dsc.4.54, Gal.12.96, Paul.Aeg.7.3.    III trifle, Plb.12.4a.1.

German (Pape)

[Seite 530] ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.

Greek (Liddell-Scott)

παρωνῠχία: ἡ, κοινῶς «παρανυχίδα», καὶ Λατ. reduvia, ἀπόστημα παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ ὄνυχος, Ἱππ. 1056D, Πλούτ. 2. 43Α· 73Β, 440Α, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 81, Θεοφ. Νονν. τ. 2. σ. 212, κτλ.· ― ὡσαύτως παρωνῠχίς, -ίδος, ἡ, Ἱεροκλ. σ. 308 Boiss., Σουΐδ ΙΙ. φυτόν τι φημιζόμενον ὡς θεραπεῦον παρωνυχίας, Διοσκ. 4. 54, Γαλην., κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
panaris, abcès à la racine de l’ongle.
Étymologie: παρά, ὄνυξ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. οξεία ή χρόνια φλεγμονή της πτυχής που περιβάλλει το νύχι
2. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες, το αφέψημα του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. καλαγκάθι
αρχ.
το παρωνύχιο, η πτυχή γύρω από το νύχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Russian (Dvoretsky)

παρωνῠχία: ἡ заусеница Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρωνυχία -ας, ἡ, Ion. παρωνυχίη [παρά, ὄνυξ] ontsteking bij de nagel.