πρᾶγος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
εος, τό, poet. for πρᾶγμα, Pi.N.3.6, Fr.108, A.Th.861 (anap.), Pers.248 (troch.), S.Ichn.74, Ar.Av.112, Lys.706 (paratrag.). 2 = πράγματα, state-affairs, A.Th.2.
German (Pape)
[Seite 693] ους, τό, poet. statt πρᾶγμα; Pind. N. 3, 6; oft bei Tragg., wie Aesch. Spt. 785 Pers. 244; Soph. Ai. 21. 343; auch Ar. Av. 112 Lys. 706; einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾶγος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ πρᾶγμα, Πινδ. Ν. 3. 10, Ἀποσπ. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 861, Πέρσ. 248, Σοφ., κτλ.· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 112, Λυσ. 706. 2) = πράγματα, ὑποθέσεις πολιτικαί, Αἰσχύλ. Θήβ. 2.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 c. πρᾶγμα;
2 les affaires de l’État.
Étymologie: cf. πράσσω.
English (Slater)
πρᾱγος = πρᾶγμα. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου
1 different actions seek different rewards (N. 3.6) π]ραγεσιν[ Δ. . 21. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2.
Greek Monolingual
-άγεος, τὸ, Α
1. ποιητ. τ. του πρᾱγμα
2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ- του πράττω με σιγμόληκτο σχηματισμό].
Greek Monotonic
πρᾶγος: -εος, τό,
1. ποιητ. αντί πράγματος, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.
2. = πράγματα, πολιτικές υποθέσεις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρᾶγος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ πρᾶγμα] poët., zaak:. ὅστις φυλάσσει πρᾶγος die de zaak (van de staat) in de gaten houdt Aeschl. Sept. 2; φέρει... τι πρᾶγος hij bericht over een of andere gebeurtenis Aeschl. Pers. 248; ἄνασσα πράγους τοῦδε meesteres van deze onderneming Aristoph. Lys. 706.