προσκατηγορέω
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
A accuse besides, ἐπίδειξιν π. accuse one also of making a display, Th.3.42; π. τινὸς ὅτι . . X.Mem.2.6.34; ὡς . . Plu. Per.32. II in Logic, use an additional name or predicate, Gal. ap. Orib.44.27.2; predicate besides, Dexipp. in Cat.35.18:—Arist. only in Pass., to be predicated besides, Int.19b19, Metaph.1054a16: c. dat., to be predicated of besides, APr.25b22.
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu verklagen; Thuc. 3, 42; τινός, Xen. Mem. 2, 6, 34.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accuser en outre : τινος qqn ; ἐπίδειξίν τινα ἐπὶ χρήμασι THC accuser qqn de vénalité.
Étymologie: πρός, κατηγορέω.
Greek Monotonic
προσκατηγορέω: κατηγορώ επιπλέον, ἐπίδειξιν προσκατηγορέω, κατηγορώ κάποιον επιπλέον για επίδειξη, σε Θουκ.· προσκατηγορέω τινὸς ὅτι..., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσκατηγορέω: 1) сверх того обвинять, изобличать (τινά τι Thuc.): π. τινος (ὅτι) Xen. изобличать кого-л. (в том, что);
2) лог. дополнительно высказывать, предицировать: προσκατηγορεῖσθαι ἕτερόν τι Arst. быть снабженным каким-л. другим еще предикатом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κατηγορέω ook nog beschuldigen.