συγχύνω

From LSJ
Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχύνω Medium diacritics: συγχύνω Low diacritics: συγχύνω Capitals: ΣΥΓΧΥΝΩ
Transliteration A: synchýnō Transliteration B: synchynō Transliteration C: sygchyno Beta Code: sugxu/nw

English (LSJ)

   A confound, by reasoning, Act.Ap.9.22:—Pass., A.D. Pron.104.12.

German (Pape)

[Seite 972] sp. Form für συγχέω, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συγχύνω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.

French (Bailly abrégé)

c. συγχέω.

Greek Monolingual

Α
επιφέρω σε κάποιον σύγχυση, προκαλώ ψυχική ταραχή ή δημιουργώ απορία («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χύνω, άλλος τ. ενεστ. αντί του χέω].

Greek Monolingual

Α
επιφέρω σε κάποιον σύγχυση, προκαλώ ψυχική ταραχή ή δημιουργώ απορία («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χύνω, άλλος τ. ενεστ. αντί του χέω].

Greek Monotonic

συγχύνω: μόνο σε ενεστ., = συγχέω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συγχύνω: NT = συγχέω 8.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen.