κιλλίβας

From LSJ
Revision as of 02:00, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιλλίβας Medium diacritics: κιλλίβας Low diacritics: κιλλίβας Capitals: ΚΙΛΛΙΒΑΣ
Transliteration A: killíbas Transliteration B: killibas Transliteration C: killivas Beta Code: killi/bas

English (LSJ)

[λῐ], αντος, ὁ, mostly in pl. κιλλίβαντες,

   A three-legged stand (Sch.Ar.Ach.1121, Hsch.), κιλλίβαντες ἀσπίδος a shield-stand, Ar. l.c.; painter's easel, Poll.7.129; part of a chariot-frame, Id.1.143; bearers of a platform, Moschio ap.Ath.5.208c, cf. BGU1127.11 (i B.C.): sg., stand or pedestal of σαμβύκη 11, Bito 58.6 (pl., 62.3); cf. κελλίβας. (κίλλος, βαίνω; cf. easel = Germ. Esel, clothes-horse, etc.)

German (Pape)

[Seite 1438] αντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; τοὺς κιλλίβαντας οἶσε παῖ τῆς ἀσπίδος Ar. Ach. 1087, wo der Schol. erkl. τρισκελῆ τινα σκευάσματα, ἐφ' ὧν ἐπιτιθέασι τὰς ἀσπίδας, ἐπειδὰν κάμωσι πολεμοῦντες, also ein dreibeiniger Bock, der auch zum Tischgestell gebraucht wurde, Ath. V, 208 c. – Bei Poll. 1, 143 ein Theil des Wagengestells. – Ein Gestell zu einer Wurfmaschine, Biton. – Die Staffelei der Maler, Poll. 7, 129. Vgl. ὀκρίβας.

Greek (Liddell-Scott)

κιλλίβας: -αντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, τρίπους πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου τρίπουςἀναλόγιον, ἐφ’ οὗ ἡ εἰκών, Πολυδ. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, μέρος τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ κίλλος = ὄνος καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ λέξις ὄνος ἔκειτο ὡσαύτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel).

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
1 support d’une plateforme;
2 support à trois pieds, chevalet sur lequel on déposait le bouclier après le combat;
3 support de σαμβύκη.
Étymologie: κίλλος, βαίνω.
Syn. ὀκρίβας.

Greek Monolingual

κιλλίβας, -αντος, ὁ (Α)
βλ. κιλλίβαντας.

Greek Monotonic

κιλλίβας: -αντος, ὁ, στον πληθ., κιλλίβαντες, τρίποδο υποστήριγμα, κιλλίβαντες ἀσπίδος, βάση στήριξης ασπίδας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κιλλίβᾱς: αντος (λῐ) ὁ κίλλος кипр. «осел»] трехногая подставка, козлы (для щита) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιλλίβας -αντος, ὁ standaard, stut (voor een schild).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: three-legged stand, basis (Ar. Ach. 1121, Poll.).
Other forms: -αντος, usu. pl. -αντες; κελλίβας (pap.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Perh. from κίλλος ass, with the suffix as in synonymous ὀκρίβας (cf. Schwyzer 448). On the meaning cf. e. g. ὄνος, ὀνίσκος winch, Fr. chevalet support, NHG. Esel, Bock id. etc. The suffix may be Pre-Greek; hardly from βαίνω.