σκασμός

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκασμός Medium diacritics: σκασμός Low diacritics: σκασμός Capitals: ΣΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skasmós Transliteration B: skasmos Transliteration C: skasmos Beta Code: skasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (σκάζω)

   A limping, halting, Aq.Ps.34(35).15.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, das Hinken, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σκασμός: ὁ (σκάζω) τὸ σκάζειν, χωλαίνειν, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθήκη.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν [[σκά(ζ)ω]]
1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
2. θάνατος από ασφυξία, από δυσχέρεια ή διακοπή της λειτουργίας της αναπνοής
3. (ως επιφ.) «σκασμόςσιωπή!
4. φρ. α) «βγάζω τον σκασμό» — σωπαίνω
β) «τρώγω μέχρι σκασμού» — τρώγω κατά κόρον.
(II)
ὁ, Α σκάζω (Ι)]
χωλότητα, αναπηρία.