καταβραβεύω

Revision as of 12:17, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

   A give judgement against one as βραβεύς, and so, deprive one of the prize, deprive one of one's right, c. acc., Ep.Col.2.18, Sch.Il.1.399:—Pass., ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα being cast in his suit by means of Meidias, Test. ap. D.21.93, cf. Sammelb.4512B58 (ii B. C.).    2 c. gen., rule over, ἡ γῆ κ. τῶν λοιπῶν Vett.Val.344.29.

German (Pape)

[Seite 1341] als Kampfrichter gegen Einen entscheiden, übh. verurtheilen; Dem. 21, 93 ἐπιστάμεθα Στράτωνα ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα; Sp., wie Schol. H. 1, 399.

Greek (Liddell-Scott)

καταβρᾰβεύω: καταδικάζω τινὰ ὡς βραβέα, ἑπομένως, στερῶ τινα τοῦ βραβείου, στερῶ τῶν δικαίων του, ἀδικῶ αὐτόν, μετ’ αἰτ., Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 18, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 399, Εὐστ. ― Παθ., ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα, ἀδίκως καταδικασθέντα κατὰ τὴν δίκην του διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μειδίου, Δημ. 544 ἐν τέλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καταβραβεύεται· κατακρίνεται. καταγωνίζεται».

French (Bailly abrégé)

prononcer contre qqn par suite d’intrigues ; évincer, frustrer.
Étymologie: κατά, βραβεύω.

English (Strong)

from κατά and βραβεύω (in its original sense); to award the price against, i.e. (figuratively) to defraud (of salvation): beguile of reward.

English (Thayer)

imperative 3rd person singular καταβραβευέτω; (properly, βραβεύω to be an umpire in a contest, κατά namely, τίνος, against one); "to decide as umpire against one, to declare him unworthy of the prize; to defraud of the prize of victory": τινα, metaphorically, to deprive of salvation, Lightfoot, especially Field, Otium Norv. Pars iii.). (Eustathius ad Iliad 1,93, 33 (vss. 402 f) καταβραβευει αὐτόν, ὡς φασίν οἱ παλαιοι; but in the earlier Greek writings that have come down to us, it is found only in (pseudo-) dem. adv. middle, p. 544at the end, where it is used of one who by bribing the judges causes another to be condemned.)

Greek Monolingual

καταβραβεύω (AM)
στερώ από κάποιον το βραβείο, αδικώ («μηδεὶς ὑμὰς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνη καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)
αρχ.
1. άρχω, δεσπόζω
2. παθ. καταβραβεύομαι
καταδικάζομαι άδικα.

Greek Monotonic

καταβρᾰβεύω: μέλ. -σω, στερώ κάποιον από το βραβείο, με αιτ., σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι άδικα, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βραβεύω tegen... beslissen, met acc.

Russian (Dvoretsky)

καταβρᾰβεύω:
1) выносить отрицательное суждение (о ком-л.), осуждать, лишать прав или отстранять (τινά Dem.);
2) обольщать, вводить в заблуждение (τινά NT).