μεταπορεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπορεύομαι Medium diacritics: μεταπορεύομαι Low diacritics: μεταπορεύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metaporeúomai Transliteration B: metaporeuomai Transliteration C: metaporeyomai Beta Code: metaporeu/omai

English (LSJ)

   A go after, follow up, ἔχθραν Lys.31.2; pursue, punish, τοὺς ἀποστήσαντας Plb.1.88.9; ἀσέβειαν Id.2.58.11, cf. J.AJ6.13.4.    2 seek after, canvass for, ἀρχήν Plb.10.4.2, cf. Πολέμων 1.30 (Demetrias).    3 change, βουλήν, ἤθη, Procop.Goth.4.34, Aed.6.2; ῥεῖθρον, of a river, ib.2.10.    II go from one place to another, migrate, Pl.Lg.904c, PPetr.3p.129 (iii B.C.), PRev.Laws 44.10 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 152] Dep. pass., 1) sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, Plat. Legg. X, 904 c. – 2) nachgehen, τὴν ἀρχήν, ambire, sich um das Amt bewerben, Pol. 10, 4, 2; bes. feindlich verfolgen, nachsetzen, rächen, ἔχθραν μεταπορευόμενος, Lys. 31, 2; τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν, Pol. 2, 8, 10. 58, 11 u. öfter; auch mit dem acc. der Person, bestrafen, 1, 88, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· ὑπάγω κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ μετέρχομαι, ἔχθραν Λυσ. 187· 1: καταδιώκω, τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. ὑπάγω ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, μεταναστεύω, μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C.

French (Bailly abrégé)

poursuivre par vengeance, acc..
Étymologie: μετά, πορεύομαι.

Greek Monolingual

μεταπορεύομαι (ΑΜ) πορεύομαι
μεταβάλλω, αλλάζω
αρχ.
1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις
2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ
3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.)
3. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο («κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεταπορεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ -επορεύθην· αποθ., πηγαίνω στο κατόπι, συνεχίζω, ἔχθραν, σε Λυσ.
II. καταδιώκω, τιμωρώ, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπορεύομαι:
1) перемещаться, передвигаться (κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον Plat.);
2) искать, добиваться (ἀρχήν Polyb.);
3) преследовать (τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν Polyb.): οὐκ ἰδίαν ἔχθραν οὐδεμίαν μεταπορευόμενος Lys. не из мести за какую-л. личную неприязнь.