νηστεύω

From LSJ
Revision as of 12:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηστεύω Medium diacritics: νηστεύω Low diacritics: νηστεύω Capitals: ΝΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: nēsteúō Transliteration B: nēsteuō Transliteration C: nisteyo Beta Code: nhsteu/w

English (LSJ)

   A fast, Ar.Av.1519, Th.949, Ev.Matt.6.16, etc.; νηστεύσαντες, opp. ἐδηδοκότες, Arist.PA676a1.    2 c. gen., abstain from, κακότητος Emp.144.

Greek (Liddell-Scott)

νηστεύω: ἀπέχομαι ἀπὸ τροφῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1519, Θεσμ. 949· νηστεύσας, ἀντίθετ. τῷ ἐδηδοκώς, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 26. 2) μετὰ γενικ., ἀπέχομαί τινος, κακότητος Ἐμπεδ. 454.

French (Bailly abrégé)

jeûner.
Étymologie: νῆστις.

English (Strong)

from νῆστις; to abstain from food (religiously): fast.

English (Thayer)

future νηστεύσω; 1st aorist (infinitive νηστεῦσαι (T WH Tr text)), participle νηστεύσας; (from νῆστις, which see); to fast (Vulg. and ecclesiastical writings jejano), i. e. to abstain as a religious exercise from food and drink: either entirely, if the fast lasted but a single day, R G; νηστευει συνεχῶς καί ἄρτον ἐσθίει μόνον μετά ἁλατος καί τό πότον αὐτοῦ ὕδωρ, Acta Thom. § 20. (Aristophanes, Plutarch, mor., p. 626f; Aelian v. h. 5,20; (Josephus, contra Apion 1,34, 5 (where see Müller)); the Sept. for צוּן.)

Greek Monolingual

(ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) νήστις
1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός
2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες του χρόνου που ορίζει η Εκκλησία
3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι («νηστεῡσαι κακότητος», Εμπεδ.).

Greek Monotonic

νηστεύω: μέλ. -σω, απέχω από το φαγητό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νηστεύω:
1) поститься Arph., Plut., NT;
2) воздерживаться (κακότητος Emped. ap. Plut.).