ἀκέρδεια
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
ἡ,
A want of gain, loss, Pi.O.1.53:—also -ία Procop.Arc. 13.
German (Pape)
[Seite 71] ἡ, Gewinnlosigkeit, dah. Schaden, Pind. Ol. 1, 53 (Schol. βλάβη); Artemid. 1. 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέρδεια: ἡ, ἔλλειψις κέρδους, ἀπώλεια, Πινδ. Ο. 1. 84.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de gain, dommage.
Étymologie: ἀκερδής.
English (Slater)
ᾰκέρδεια
1 lack of profit, no gain ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους (O. 1.53)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Procop.Arc.13.10
falta de ganancia Pi.O.1.53, Procop.l.c.
Greek Monolingual
ἀκέρδεια, η (Α) ἀκερδής
η έλλειψη κέρδους, η ζημιά.
Greek Monotonic
ἀκέρδεια ή ἀκερδία: ἡ, έλλειψη κέρδους, απώλεια, χάσιμο, ζημιά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέρδεια: ἡ ущерб Pind.