νεόρραντος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, (ῥαίνω)
A newly sprinkled, ν. ξίφος a fresh-reeking sword, S.Aj.30, 828; δάκρυα ν. newly shed, Aristid. Or.24 (44). 44.
Greek (Liddell-Scott)
νεόρραντος: -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. ξίφος, νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
récemment trempé.
Étymologie: νέος, ῥαίνω.
Greek Monolingual
νεόρραντος, -ον (Α)
1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.)
2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -(ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ-ρραντος].
Greek Monotonic
νεόρραντος: -ον (ῥαίνω), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεόρραντος: недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью (ξίφος Soph.).