νεόκτιστος

From LSJ
Revision as of 13:13, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκτιστος Medium diacritics: νεόκτιστος Low diacritics: νεόκτιστος Capitals: ΝΕΟΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: neóktistos Transliteration B: neoktistos Transliteration C: neoktistos Beta Code: neo/ktistos

English (LSJ)

ον, also η, ον Pi. N.9.2:—

   A newly founded or built, Pi. l.c., P.4.206, Hdt.5.24, Th.3.100, Cic.Att.6.2.3; newly created, LXXWi.11.18:—also νεό-κτῐτος, ον, B. 16.126, Nonn.D.18.294.

German (Pape)

[Seite 242] neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο θέναρ, P. 4, 206; πόλις, Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκτιστος: -ον, ὡσαύτως η, ον Πίνδ. Ν. 9. 3· - ὁ νεωστὶ ἱδρυθεὶς ἢ κτισθείς, Ἡρόδ. 5. 24, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 100· οὕτω, ποιητικῶς, νεόκτῐτος, Νόνν. Δ. 18. 294.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement bâti ou fondé.
Étymologie: νέος, κτίζω.

English (Slater)

νεόκτιστος, -ον
   1 new founded φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2)

Greek Monolingual

και νιόκτιστος και νιόχτιστος, -η, -ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, -η, -ον)
αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.)
μσν.
(για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που δημιουργήθηκε πρόσφατα («ἐπιπέμψαι αὐτοῑς... νεοκτίστους... θῆρας ἀγνώστους», ΠΔ).

Greek Monotonic

νεόκτιστος: -ον και -η, -ον (κτίζω), αυτός που έχει ιδρυθεί ή χτιστεί πρόσφατα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

νεόκτιστος: 2, редко 3 вновь созданный, недавно построенный (βωμοῖο θέναρ Pind.; πόλις Her., Thuc.).

Middle Liddell

νεό-κτιστος, ον κτίζω
newly founded or built, Hdt., Thuc.