βοάγριον

From LSJ
Revision as of 14:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοάγριον Medium diacritics: βοάγριον Low diacritics: βοάγριον Capitals: ΒΟΑΓΡΙΟΝ
Transliteration A: boágrion Transliteration B: boagrion Transliteration C: voagrion Beta Code: boa/grion

English (LSJ)

τό,

   A shield of wild bull's hide, Il.12.22, Od.16.296, AP9.323 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 450] τό, Schild vom Fell eines (wilden?) Ochsen; Hom. zweimal, Iliad. 12, 22 πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι, Odyss. 16, 296 δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε καὶ δοιὰ βοάγρια; – sp. D., wie Antip. 29 (IX, 323).

Greek (Liddell-Scott)

βοάγριον: τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bouclier de peau de bœuf sauvage.
Étymologie: βόαγρος.

English (Autenrieth)

shield of ox-hide, pl., Il. 12.22 and Od. 16.296.

Spanish (DGE)

-ου, τό
escudo de piel de toro, Il.12.22, Od.16.296, AP 9.323 (Antip.Sid.), Lyc.854.

Greek Monolingual

βοάγριον, το (Α)
ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική].

Greek Monotonic

βοάγριον: τό, ασπίδα που είναι φτιαγμένη από δέρμα άγριου ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βοάγριον: τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth.

Middle Liddell

[From βόαγρος
a shield of wild bull's hide, Il.