ῥιζόθεν

From LSJ
Revision as of 14:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

German (Pape)

[Seite 842] adv., = ῥίζηθεν; Nic. Al. 257 Th. 307; auch in Prosa, ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἅπαν ἐκκεκομμένον, Luc. Tyrannicid. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζόθεν: Ἐπίρρ. = ῥίζηθεν, ἐκ τῆς ῥίζης, ἀπὸ τῆς ῥίζης, Νικ. Ἀλεξιφ. 257, Θηρ. 307, Λουκ. Τύρανν. 13· - ὡσαύτως ῥιζόθι, Νικ. Ἀποσπ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. ἐν Θηρ. 462.

French (Bailly abrégé)

adv.
depuis la racine.
Étymologie: ῥίζα, -θεν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. ριζηδόν
2. μτφ. εντελώς, ολοσχερώς («ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἄπαν ἐκκεκομμένον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πατρό-θεν)].

Greek Monotonic

ῥιζόθεν: (ῥίζα), επίρρ., από τη ρίζα, σύρριζα, μαζί με τη ρίζα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ῥιζόθεν: adv. с корнем (ἐκκόπτειν τι Luc.).

Middle Liddell

ῥίζα
by, from the roots, Luc.