εὔμυκος

From LSJ
Revision as of 15:39, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμῡκος Medium diacritics: εὔμυκος Low diacritics: εύμυκος Capitals: ΕΥΜΥΚΟΣ
Transliteration A: eúmykos Transliteration B: eumykos Transliteration C: eymykos Beta Code: eu)/mukos

English (LSJ)

ον,

   A loud-bellowing, AP6.255 (Eryc., dub. l.); βουκόλια ib.9.104 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 1081] laut brüllend, βουκόλια Alph. 9 (IX, 104); κλισίη, Eryci. 3 (VI, 255); ἠϊόνες probl. arithm. 15 (XIV, 121).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμῡκος: -ον, ἠχηρῶς μυκώμενος, Ἀνθ. Π. 6. 255., 9. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mugit fortement.
Étymologie: εὖ, μυκάομαι.

Greek Monolingual

εὔμυκος, -ον (Α)
αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί-μυχος, μεγά-μυκος].

Greek Monotonic

εὔμῡκος: -ον (μυκάομαι), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει δυνατά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμῡκος: громко ревущий (βουκόλια Anth.).

Middle Liddell

εὔ-μῡκος, ον μυκάομαι
loud-bellowing, Anth.