ἀπόκλισις
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
εως, ἡ,
A slope, Cleom.1.1, Ph.1.459. II turning off, decline, of fortune, Plu.2.611a; of disease, Gal.7.424, Herod.Med. in Rh.Mus.58.98. III stooping, descent, Plu.2.970d; of the sun, Id.Aem.17; of a ship, rolling, Id.Pomp.47 (pl.); of a crowd, swaying to and fro, Id.Pyrrh.33. IV Astrol., passing away from a κέντρον, Vett.Val.57.14. V turning aside, Corn.Rh.p.384H.
German (Pape)
[Seite 307] ἡ, 1) Neigung nach unten, Senkung, Plut. Pomp. 47. – 2) Abweichung, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλῐσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς ἕτερον μέρος κλίσις, κατάπτωσις, οἷον ἐπὶ τύχης, Πλούτ. 2. 611Α.
ΙΙ. κατάβασις, ἀπὸ ὕψους ἢ ἀπὸ ἵππου, αὐτόθι 970D.
ΙΙΙ. δύσις ἢ κλίσις πρὸς τὴν δύσιν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. Αἰμίλ. 17· ἐπὶ πλοίου, ὁ αὐτ. Πομπ. 47.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’incliner de côté, de décliner en parl. du soleil ; fig. déclin;
2 descente.
Étymologie: ἀποκλίνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 deriva fig. de una ciudad como de un barco, Plu.Pomp.47, de una multitud, Plu.Pyrrh.33, cf. Ph.1.459.
2 astr. declinación, caída del sol, Plu.Aem.17
•declive del cielo τὰ (κλίματα) τέως ἐν ἀποκλίσει φανταζόμενα Cleom.1.1.10
•acción de apartarse de los κέντρα Vett.Val.57.14, 79.12
•acción de bajar, descenso (ὁ ἐλέφας) παρέχων ἐκείνῳ τὴν ἀπόκλισιν ἄλυπον Plu.2.970d, fig. de la fortuna, Plu.2.611a
•de una enfermedad remisión Gal.7.423, Herod.Med.Rh.Mus.58.98.
3 ret. reticencia figura que consiste en reforzar la expresión omitiendo algunas palabras que se dan por sobreentendidas, Charis.286, cf. Corn.Rh.p.384.
Greek Monotonic
ἀπόκλῐσις: -εως, ἡ, στροφή προς το άλλο μέρος, κατάπτωση, κατάδυση, δύση του ηλίου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκλῐσις: εως ἡ
1) наклон, крен (ὥσπερ ἐν σκάφει Plut.);
2) отклонение, поворот (sc. τῶν τῆς τύχης τροπῶν Plut.);
3) закат, заход (τοῦ φωτός Plut.).
Middle Liddell
[from ἀποκλί¯νω]
a turning off, declension, sinking, Plut.