ἡμιθανής
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ές,
A half-dead, Str.2.3.4, LXX 4 Ma.4.11, Ev.Luc.10.30, AP11.392 (Lucill.), PAmh.2.141.13 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1168] ές, halb todt; Strab. II, 98; Lucill. 66 (XI, 392) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιθᾰνής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, «᾿μισοπεθαμμένος», Στράβ. 98, Ἀνθ. Π. 11. 392· πρβλ. ἡμιθνής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à demi-mort.
Étymologie: ἡμι-, θνῄσκω.
English (Strong)
from a presumed compound of the base of ἥμισυ and θνήσκω; half dead, i.e. entirely exhausted: half dead.
English (Thayer)
ἡμιθανες (from ἠμί half, and θνῄσκω, 2nd aorist ἔθανον), half dead: Dionysius Halicarnassus 10,7); Diodorus 12,62; Strabo 2, p. 98; Anthol. 11,392, 4; (4 Maccabees 4:11); others.)
Greek Monolingual
-ές (AM ἡμιθανής, -ές)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι-θανής].
Greek Monotonic
ἡμιθᾰνής: -ές (θνῄσκω), μισοπεθαμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐθᾰνής: полумертвый NT, Anth.