ἐμπτύω
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
A spit into, ἐς ποταμόν Hdt.1.138; εἰς στόμα ἑρπετοῦ Dsc.4.25. II spit upon, εἴς τι Ath. 8.345c; εἰς τὸ πρόσωπον PMagd.24.7 (iii B.C.), Plu.2.189a; ἐς τὸ πρόσωπόν τινος Herod.5.76, LXXNu.12.14, Ev.Matt.26.67; εἴς τινα Ev.Matt.27.30: c. dat., Arist.Fr.347, Ev.Marc.10.24, etc.:—Med., LXX De.25.9:—Pass., to be spat upon, Muson.Fr.10p.52H.
German (Pape)
[Seite 818] (s. πτύω), anspeien, hineinspucken; εἴς τι, Plut.; τινί, N. T u. a. Sp. – Pass., ἐμπτυσθῆναι, Huson. Stob. fl. 19, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπτύω: πτύω εἰς, ἐς ποταμὸν Ἡρόδ. 1. 138. ΙΙ. πτύω ἐντός τινος, ἐνέπτυσεν εἰς αὐτὴν (τὴν λοπάδα) Ἀθήν. 345C· τινὶ εἴς τι, τῷ δὲ Φωκίωνι σιωπῇ βαδίζοντι τῶν ἐχθρῶν τις ἐνέπτυσεν ἀπαντήσας εἰς τὸ πρόσωπον Πλούτ. 2. 189Α, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 67· εἴς τινα αὐτόθι κζ΄, 30· τινὶ Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κτλ.: - Μέσ., Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΕ΄, 9): - Παθ., ἐμπτύομαι, λοιδορηθῆναι... ἢ ἐμπτυσθῆναι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 169. 36.
French (Bailly abrégé)
1 cracher dans;
2 cracher sur : τινι εἰς τὸ πρόσωπον PLUT cracher au visage de qqn.
Étymologie: ἐν, πτύω.
Spanish (DGE)
escupir a o en c. εἰς y ac. ἐς ποταμὸν οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (los persas), Hdt.1.138, εἰς στόμα ἑρπετοῦ Dsc.4.25, καλῆς λοπάδος ὄψου παρατεθείσης ... ἐνέπτυσεν εἰς αὐτήν Ath.345c, c. dat. γενομένων τῶν νεοττῶν ὁ ἄρρην ἐμπτύει αὐτοῖς ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.Fr.347, frec. como signo de desprecio, c. εἰς y ac. de pers. o partes de su cuerpo τίς οὐκ ἀπαντῶσα ἔς μευ δικαίως τὸ πρόσωπον ἐμπτύοι; Herod.5.76, cf. PEnteux.79.7 (III a.C.), LXX Nu.12.14, Eu.Matt.26.67, Plu.2.189a, εἰς αὐτόν Eu.Matt.27.30, c. dat. ἐμπτύσουσιν αὐτῷ Eu.Marc.10.34
•en v. pas. νομοθέτην παρὰ τῶν ὑπευθύνων ... ἐμπτυόμενον Hsch.H.Hom.14.11.16, cf. Muson.10 (p.76)
•en v. med. mismo sent. εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ LXX De.25.9.
English (Strong)
from ἐν and πτύω; to spit at or on: spit (upon).
English (Thayer)
(see ἐν, III:3); imperfect ἐνέπτυον; future ἐμπτύσω; 1st aorist ἐνέπτυσα; future passive ἐμπτυσθήσομαι; (from Herodotus down); to spit upon: τίνι, εἰς τό πρόσωπον τίνος, Plutarch, ii., p. 189a. (i. e. reg. et imper. apotheg. Phocylides, 17); κατά τό πρόσωπον τίνι, εἰς τινα, to be spit upon: Musonius Rufus quoted in Stab. floril. 19,16. Cf. Lob. ad Phryn. 10:17; (Rutherford, New Phryn., p. 66).
Greek Monolingual
(AM ἐμπτύω)
φτύνω κάποιον στο πρόσωπο για να εκφράσω περιφρόνηση, μίσος, απέχθεια, βδελυγμία
αρχ.
φτύνω μέσα σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐμπτύω: μέλ. -σω (ἐν)·
I. φτύνω μέσα σε, ἐς ποταμόν, σε Ηρόδ.
II. φτύνω πάνω σε κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐμπτύω: (на или во что-л.) плевать (εἴς τι Hom., Plut., εἴς τινα NT и τινί Arst.).
Middle Liddell
fut. σω [ἐν]
I. to spit into, ἐς ποταμόν Hdt.
II. to spit upon, NTest.