θυεία

From LSJ
Revision as of 23:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠεία Medium diacritics: θυεία Low diacritics: θυεία Capitals: ΘΥΕΙΑ
Transliteration A: thyeía Transliteration B: thyeia Transliteration C: thyeia Beta Code: quei/a

English (LSJ)

Ion. θυ-είη Nic.Th.91: ἡ:—

   A mortar, Ar.Nu.676, Ra.124, al., Lys.Fr.62a.    2 cup of the cottabus, Pl.Com.46.3.—Later θυία, θυΐα, Ph.Bel.88.49, Dsc.2.76.3 and 4; in the sense of oil-press, PFay.42 (a) i 10(ii A.D.): θυίη [ῐ], Androm. ap. Gal.14.41: θυεῖον, τό, PLond.2.193.23 (ii A.D.).    II θύεια, v. θυία 1.

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, der Mörser (nach E. M. 412, 5 θύεια, von θύω, gewaltig stampfen?), Ar. Nubb. 666 u. öfter. Auch θυία u. θυΐα geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

θυεία: Ἰων. -είη, ἡ, ἰγδίον, «γουδί», Ἀριστοφ. Νεφ. 676, Βατρ. 124, κ. ἀλλ.∙ πρβλ. ἴγδις∙ 2) ἀγγεῖον κοττάβου, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ Καχουμένῳ» 1. - Οἱ τύποι θυία, θυΐα εἶναι δεκτοὶ μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς παρὰ Διοσκ. 2. 87, 88, ἴδε Λοβέκ Φρυν. 165.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mortier, vase à piler.
Étymologie: θύος.

Greek Monolingual

θυεία και ιων. τ. θυείη και μτγν
τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) θύος
1. γουδίθυία οστρακίνη» — ιατρικό γουδί)
2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος
3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή καρπών, με χωριστά εξαρτήματα για τη σύνθλιψη και για την υποδοχή του λαδιού.

Greek Monotonic

θυεία: Ιων. -είη, ἡ (θύω), γουδί, κονίαμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θυεία: и θυΐα ἡ ступа (ἐν θυΐᾳ ἀναμάττεσθαι Arph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: mortar (Com.), also oil-press (pap.); θυεῖον id. (pap.);
Other forms: (-είη Nic. Th. 91; late also itacistic -ία, -ίη)
Dialectal forms: Myc. tuweta \/thuestas\/
Derivatives: Diminut. θυ(ε)ίδιον (Ar.); with backformation θυΐς, -ίδος f. (Damokr. ap. Gal.)? - Beside it θυέστης m. pestle (Dionys. Trag.).
Origin: IE [Indo-European] [261] *dʰuH- fly about, dash?
Etymology: Formation like ἐγχείη (: ἔγχος) a. o.; so < *θυεσ-ία as ία-deriv. from θύος burnt sacrifice (Solmsen Wortf. 250 n.); cf. the concrete words in -ία, esp. names of vases like ὑδρία, ἀντλία, in Scheller Oxytonierung 48ff. From the meaning vase for pounding the incense developed through generalization resp. specialization mortar and oil-press (the development of the meaning is rather strange). - θυεῖον like ἀγγεῖον. - The pestle, θυέσ-της (s. Chantraine Formation 312f.), was conceived quite personally. - Wrong Persson Stud. 204 n. 1 (s. Bq).

Middle Liddell

θύω, a mortar, Ar.