ἱμαντοπέδη

From LSJ
Revision as of 23:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντοπέδη Medium diacritics: ἱμαντοπέδη Low diacritics: ιμαντοπέδη Capitals: ΙΜΑΝΤΟΠΕΔΗ
Transliteration A: himantopédē Transliteration B: himantopedē Transliteration C: imantopedi Beta Code: i(mantope/dh

English (LSJ)

ἡ,

   A leathern noose, of a polypus' leg, AP9.94 (Isid. Aeg.).

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, Schlinge von Riemen, Isid. ep. 1 (IX, 94).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντοπέδη: ἡ ἱμάντινος δεσμός, παγίς· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τοῦ πολυποδος, Ἀνθ. Π. 9. 94.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entrave faite d’une courroie (de cuir).
Étymologie: ἱμάς, πέδη.

Greek Monolingual

ἱμαντοπέδη, ἡ (Α)
(για τα πλοκάμια του πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πέδη «δεσμός»].

Greek Monotonic

ἱμαντοπέδη: ἡ, ιμάντινος δεσμός, παγίδα, λέγεται για τα πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμαντοπέδη: (ῐμ) ἡ ременная петля, крепкие путы Anth.

Middle Liddell

ἱμαντο-πέδη, ἡ,
a leathern noose, of a polypus' leg, Anth.