σησαμότυρον
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
τό,
A mess of sesame and cheese, Batr.36.
German (Pape)
[Seite 876] τό, Sesamkäse, Batrach. 36.
Greek (Liddell-Scott)
σησᾰμότῡρον: τό, μῖγμα σησάμου καὶ τυροῦ, Βατραχομ. 36.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fromage au sésame.
Étymologie: σήσαμον, τυρός.
Greek Monolingual
τὸ, Α
έδεσμα με σουσάμι και τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + τυρός (πρβλ. βού-τυρον)].
Greek Monotonic
σησᾰμότῡρον: τό, μείγμα από σουσάμι και τυρί, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
σησᾰμότῡρον: τό кунжутный сыр Batr.