συμπλάσσω

From LSJ
Revision as of 01:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλάσσω Medium diacritics: συμπλάσσω Low diacritics: συμπλάσσω Capitals: ΣΥΜΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: symplássō Transliteration B: symplassō Transliteration C: symplasso Beta Code: sumpla/ssw

English (LSJ)

Att.συμπλάττω, pf. -πέπλᾰκα prob.cj. in J.Ap.2.2:—

   A moula or fashion together, γαίης of clay, Hes.Th.571, cf. Hermipp.41; of bees, Arist.HA628a34, GA761a7; of Prometheus, τὸν ἄνθρωπον Aristid.Or.42(6).7:—Pass., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ar.Pax869; τῶν ἐντὸς [τῆς κνήκου] . . μέλιτι συμπλασθέντων Diocl.Fr.140.    2 of speakers and writers, συνομολογοῦντες καὶ σ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Pl.Chrm.175d:—Med., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι D.C.50.5.    3 metaph., feign or fabricate together, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα D.36.16; σ. ἑαυτῷ ἐνύπνιον Aeschin.3.77.

German (Pape)

[Seite 987] att. -πλάττω (s. πλάσσω), zusammenformen; γαίης, aus Erde, Hes. Th. 571; σησαμῆ ξυμπλάττεται, Ar. Pax 834; Plat. Charm. 175 d; u. übertr., erdichten, αἰτίας συμπλάσας Dem. 36, 16; συμπλάσας ἑαυτῷ ἐνύπνιον, Aesch. 3, 77.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω ὁμοῦ, γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., πλάττω, κατασκευάζω, ἐφευρίσκω, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34.

French (Bailly abrégé)

former ensemble, façonner ensemble, construire ; fig. imaginer, combiner;
Moy. συμπλάσσομαι imaginer, combiner.
Étymologie: σύν, πλάσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. συμπλάττω Α πλάσσω
1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ ἡμεῑς... ξυνομολογοῡντες καὶ ξυμπλάττοντες ἐτιθέμεθα σωφροσύνην εἶναι», Πλάτ.)
4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω.

Greek Monotonic

συμπλάσσω: Αττ. -ττω, αόρ. αʹ συνέπλᾰσα·
1. πλάθω ή διαμορφώνω μαζί· γαίης, από πηλό, σε Ησίοδ. — Παθ., σε Αριστοφ.
2. λέγεται για ρήτορες και συγγραφείς, ξυνομολογοῦντες καὶ ξυμπλάττοντες, συμφωνώντας σε μια υπόθεση ή στη μυθοπλασία, σε Πλάτ.
3. μεταφ., επινοώ ή εφευρίσκω, πλάθω μαζί, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συμπλάσσω: атт. συμπλάττω
1) лепить Arst. σ. γαίης Hes. лепить из земли (глины); σησαμῆ ξυμπλάττεται Arph. готовится (свадебный) кунжутный пирог;
2) совместно придумывать, сочинять Aeschin., Dem.: συνομολογεῖν καὶ σ. Plat. придумывать общими усилиями.

Middle Liddell

attic -ττω aor1 συνέπλᾰσα
1. to mould or fashion together, γαίης of clay, Hes.:—Pass., Ar.
2. of speakers and writers, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Plat.
3. metaph. to feign or fabricate together, Dem.