φυγοδέμνιος

From LSJ
Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγοδέμνιος Medium diacritics: φυγοδέμνιος Low diacritics: φυγοδέμνιος Capitals: ΦΥΓΟΔΕΜΝΙΟΣ
Transliteration A: phygodémnios Transliteration B: phygodemnios Transliteration C: fygodemnios Beta Code: fugode/mnios

English (LSJ)

ον,

   A shunning the marriage-bed, of Pallas, AP6.10 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1312] das Bett, bes. das Ehebett, die Che fliehend, ehescheu; φ. κούρα heißt Pallas bei Antp. Sid. 12 (VI, 10).

Greek (Liddell-Scott)

φυγοδέμνιος: -ον, ὁ ἀποφεύγων συζυγικὴν κλίνην, ἐπὶ τῆς Παλλάδος, Ἀνθ. Παλατ. 6. 10· ― ὡσαύτως φυγόδεμνος, ον, Νόνν. Διονυσ. 2. 98, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit le mariage.
Étymologie: φεύγω, δέμνιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την Παλλάδα) αυτός που αποφεύγει την συζυγική κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -δέμνιος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φιλο-δέμνιος].

Greek Monotonic

φῠγοδέμνιος: -ον, αυτός που αποφεύγει τη συζυγική κλίνη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φῠγοδέμνιος: бегущий от брачного ложа, убегающий от брачных уз (Διὸς κούρα, т. е. Παλλάς Anth.).

Middle Liddell

φῠγο-δέμνιος, ον,
shunning the marriage-bed, Anth.