κατοικητήριον

From LSJ
Revision as of 02:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικητήριον Medium diacritics: κατοικητήριον Low diacritics: κατοικητήριον Capitals: ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: katoikētḗrion Transliteration B: katoikētērion Transliteration C: katoikitirion Beta Code: katoikhth/rion

English (LSJ)

τό,

   A dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu d’habitation, résidence, séjour.
Étymologie: κατοικέω.

English (Strong)

from a derivative of κατοικέω; a dwelling-place: habitation.

English (Thayer)

κατοικητηρίου, τό (κατοικέω), an abode, a habitation: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and other ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κατοικητήριον: τό NT = κατοίκησις 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats.

Middle Liddell

κατοικητήριον, ου, τό, [from κατοικέω
a dwelling-place, abode, NTest.