Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Κέκροψ

From LSJ
Revision as of 02:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κέκροψ Medium diacritics: Κέκροψ Low diacritics: Κέκροψ Capitals: ΚΕΚΡΟΨ
Transliteration A: Kékrops Transliteration B: Kekrops Transliteration C: Kekrops Beta Code: *ke/kroy

English (LSJ)

οπος, ὁ, Cecrops mythical king of Athens, Hdt.8.44; represented with a serpent's tail, and hence called διφυής, Sch.Ar.V. 436; with the tail of a θυννίς, Eup.156: pl.,

   A = Κεκροπίδαι, IG3.1335. (Κέκροψ a barbarian name acc. to Hecat. 119 J.)    II Adj. Κεκρόπιος, α, ον, Cecropian, Athenian, πέτρα K. the Acropolis, E.Ion936 (also simply Κεκροπία, ἡ, used for Athens itself, Supp.658, El.1289); K. χθών Attica, Id.Hipp.34, etc.; Κεκρόπιοι, οἱ, the Athenians, APl.4.295: Κεκροπία, ἡ, village-community in Early Attica, Str.9.1.20: Κεκρόπιον, τό, shrine of Cecrops, IG12.372.63:—also κεκρ-ικός, ib. 374.144.    2 fem. Κεκροπίς, ίδος, φυλή Ar.Av.1407, IG12.302.59, etc.; K. αἶα AP7.81 (Antip. Sid.).    3 Κεκροπίδαι, οἱ, descendants of Cecrops, Athenians, Hdt. l.c., etc.: in sg., Ar.Eq.1055.    4 Adv. Κεκροπίᾱθεν, Ep. Κεκροπί-ηθεν, from Athens, Call.Dian.227, A.R.1.95.

Greek (Liddell-Scott)

Κέκροψ: -οπος, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 8. 44, παριστανόμενος μετὰ οὐρᾶς ὄφεως, ὅθεν καλεῖται διφυής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 438·- πληθ. Κεκροπίδαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 3, σ. 970. Ὁ Κούρτ. ὑποθέτει ὅτι τὸ ὄνομα Κέκροψ δυνατὸν νὰ προκύπτῃ κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΚΑΡΠ, καρπός,- Καρποφόρος, υἱὸς τοῦ Ἐριχθονίου, = Πλουσίου εἰς γῆν. ΙΙ. Ἐπίθ. Κεκρόπιος, α, ον, εἰς τὸν Κέκροπα ἀνήκων, Ἀθηναῖος, πέτρα Κεκρ. ἡ Ἀκρόπολις, Εὐρ. Ἴων 936· (ὡσαύτως ἁπλῶς Κεκροπία, ἡ, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ Ἀθῆναι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 658, Ἠλ. 1289)· Κεκρ. χθών, ἡ Ἀττική, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 34, κτλ.· Κεκρ. χώρα Στέφ. Βυζ.· Κεκρόπιοι, οἱ, οἱ Ἀθηναῖοι, Ἀνθ. Πλαν. 295· ὡσαύτως, Κέκροπες, Ἐπιγρ. παρὰ Ἰακωψ. ἐν Ἀνθ. Π. 3, σ. 970. 2) θηλ. Κεκροπίς, ίδος, φυλὴ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1407, Ἐπιγραφ. (ὡσαύτως καλουμένη Κεκροπία, Στράβ. 397)· Κ. αἶα Ἀνθ. Π. 7. 81. 3) Κεκροπίδαι, οἱ, οἱ τοῦ Κέκροπος ἀπόγονοι, οἱ Ἀθηναῖοι, Ἡρόδ. 8. 44, Εὐρ., κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. 4) Ἐπίρρ. Κεκροπίᾱθεν, Ἐπικ. -ηθεν, ἐξ Ἀθηνῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 95.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
Cécrops, ancien roi d’Attique, fondateur d’Athènes, qui, selon la légende, lui procura le patronage d’Athéna et les premiers bienfaits de la civilisation.
Étymologie: selon Hécat. mot étranger.

Greek Monotonic

Κέκροψ: -οπος, ὁ,
I. μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, σε Ηρόδ.
II. 1. επίθ. Κεκρόπιος, , -ον, Κεκροπικός, Αθηναϊκός, πέτρα Κ., η Ακρόπολη, σε Ευρ.· (επίσης, απλώς Κεκροπία, , που χρησιμοποιείται για την ίδια την Αθήνα, στον ίδ.)· Κ. χθών, η Αττική, στον ίδ.· Κεκρόπιοι, οἱ, οι Αθηναίοι, σε Ανθ.
2. θηλ. Κεκροπίς, όνομα φυλής, σε Αριστοφ. 3.Κεκροπίδαι, οἱ, οι Αθηναίοι, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κέκροψ: οπος ὁ Кекроп (легендарный герой пеласгов, по преданию, первый царь Аттики, основатель Афин, отец Эрисихтона) Her., Thuc., Plat.

Frisk Etymological English

οπος
Grammatical information: m.
Meaning: mythical king of Athens, half man, half snake.
Derivatives: Κεκρόπιος, f. -πίς Cecropisch, Attic; Κεκροπία f. = Athens, -πίδαι name of the Athenians (IA.). Κεκρόπιον sanctuary of C.; Κεκροπικός.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to Hecat. 119 J. of foreign origin; Kretschmer Glotta 4, 309 however assumes metathesis from *Κέρκοψ provided with tail (improbable).. A Pre-Greek formation with reduplication seems unproblematic. Cf. Μέροψ. S. Bonfante, Riv. di filol. 99, 1971.69; Ramat, Riv. fil. class. 90 (1962) 172ff.

Middle Liddell

Κέκροψ, οπος, ὁ,
I. a mythical king of Athens, Hdt.: hence
II. adj. Κεκρόπιος, η, ον Cecropian, Athenian, πέτρα K. the Acropolis, Eur.; (also simply Κεκροπία, ἡ, used for Athens itself, Eur.); K. χθών Attica, Eur.; Κεκρόπιοι, οἱ, the Athenians, Anth.
2. fem. Κεκροπίς, name of a tribe, Ar.
3. Κεκροπίδαι, οἱ, the Athenians, Hdt., Eur.