λεληθότως

From LSJ
Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεληθότως Medium diacritics: λεληθότως Low diacritics: λεληθότως Capitals: ΛΕΛΗΘΟΤΩΣ
Transliteration A: lelēthótōs Transliteration B: lelēthotōs Transliteration C: lelithotos Beta Code: lelhqo/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. of λανθάνω,

   A imperceptibly, Pl.Ax.365c, Cic.Att.6.5.3, Fam.9.2.3, D.H.Comp.22, Anacreont.15.16, Luc.Am. 13; secretly, LXX 2 Ma.6.11, 8.1.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. von λανθάνω, heimlich, unvermerkt, Plat. Ax. 365 c u. Sp., von Hdn. für κρύφα verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

λεληθότως: ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ λανθάνω, ὡς τὸ λάθρᾳ, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 σ. 165R· τὸ λελ. Ἀνακρεόντ. 15. 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans qu’on s’en aperçoive, secrètement.
Étymologie: λέληθα.

Greek Monolingual

λεληθότως)
επίρρ. χωρίς να το αντιληφθεί κάποιος, κρυφά, απαρατήρητα («ἕτεροι δὲ πλησίον συνδραμόντες εἰς τὰ σπήλαια, λεληθότως ἄγειν τὴν ἑβδομάδα», ΠΔ)
αρχ.
ασυναίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεληθώς, μτχ. παρακμ. του λανθάνω «διαφεύγω την προσοχή»].

Greek Monotonic

λεληθότως: επίρρ. μτχ. παρακ. του λανθάνω, μυστικά, ανεπαίσθητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λεληθότως: скрыто, незаметно Plat., Plut.

Middle Liddell

[adverb from part. perf. of λανθάνω,]
imperceptibly, Plat.