ὀλιγάρχης

From LSJ
Revision as of 04:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάρχης Medium diacritics: ὀλιγάρχης Low diacritics: ολιγάρχης Capitals: ΟΛΙΓΑΡΧΗΣ
Transliteration A: oligárchēs Transliteration B: oligarchēs Transliteration C: oligarchis Beta Code: o)liga/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A oligarch, of the Decemviri, D.H.11.43.

German (Pape)

[Seite 320] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oligarque, membre d’un gouvernement oligarchique.
Étymologie: ὀλίγος, ἀρχή.

Greek Monolingual

ὀλιγάρχης, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά σε ολιγαρχία, μέλος της ρωμαϊκής δεκανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ὀλιγαρχία.

Greek Monotonic

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, άρχοντας σε ολιγαρχικό πολίτευμα, ολιγαρχικός.

Middle Liddell

ὀλῐγ-άρχης, ου, ὁ, ἄρχω
an oligarch.