πολυκαμπής

From LSJ
Revision as of 05:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκαμπής Medium diacritics: πολυκαμπής Low diacritics: πολυκαμπής Capitals: ΠΟΛΥΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: polykampḗs Transliteration B: polykampēs Transliteration C: polykampis Beta Code: polukamph/s

English (LSJ)

ές,

   A with many curves, Thphr.Sens.65, CP6.10.3, AP6.297 (Phan.), etc.; τὸ π. (sc. τοῦ κισσοῦ) Plu.2.649b; of a zigzag route, ib.615c: metaph. of music, with many flourishes, π. μέλη Phrynisap.Poll.4.66.

German (Pape)

[Seite 663] ές, = Folgdm; ἰξύς, Phani. 4 (VI, 297); τὸ ποικίλον καὶ πολυκαμπὲς τῆς περιόδου, Plut. Symp. 1, 1, 5 a. E., u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαμπής: -ές, = τῷ ἑπομ., Θεοφρ. π. Αἰσθ. 65, Ἀνθ. Π. 6. 297, κτλ.· τὸ π. τοῦ κισσοῦ Πλούτ. 2. 649Β· μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, αὐτόθι 615C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très courbé, très sinueux.
Étymologie: πολύς, κάμπτω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές
2. μουσ. αυτός που έχει πολλά διανθίσματα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυκαμπές
η ιδιότητα του κισσού να κάμπτεται σε πολλά σημεία και να περιελίσσεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ-καμπής, οξυ-καμπής].

Greek Monotonic

πολῠκαμπής: -ές (κάμπτω), πολύ λυγισμένος, εξαιρετικά κυρτωμένος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκαμπής -ές [πολύς, κάμπτω] met vele bochten.

Russian (Dvoretsky)

πολυκαμπής: весьма гибкий или сильно изогнутый (ἰξύς Anth.).

Middle Liddell

πολῠ-καμπής, ές κάμπτω
much bent, Anth.