πολυπήμων

From LSJ
Revision as of 06:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπήμων Medium diacritics: πολυπήμων Low diacritics: πολυπήμων Capitals: ΠΟΛΥΠΗΜΩΝ
Transliteration A: polypḗmōn Transliteration B: polypēmōn Transliteration C: polypimon Beta Code: poluph/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A causing manifold woe, baneful, h.Cer.230, h.Merc.37; π. νόσοι diseases manifold, Pi.P.3.46; λώβη, ἄτη, A.R.4.1044, Opp.C.2.287: hence pr. n. Πολυπημονίδης, ου, ὁ, son of Polypemon, with a play on πολυπήμων, Od.24.305.    II Pass., much-suffering, Man.1.85,4.49.

German (Pape)

[Seite 668] ον, sehr schädlich; H. h. Cer. 230 Merc. 37; νόσοι, Pind. P. 3, 46; sp. D., wie Man. 1, 85.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπήμων: -ον, ὁ πολλὴν βλάβην προξενῶν, ὀλέθριος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 230, εἰς Ἑρμ. 37 π. νόσοι, πολυειδεῖς νόσοι, Πινδ. Π. 3. 81. ― Πολυπημονίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Πολυπήμονος μετ’ ἀναφορᾶς εἰς τὸ ἐπίθετον πολυπήμων, Ὀδ. Ω. 305. ΙΙ. παθητ., ὁ πολλὰ πάσχων, Μανέθων 1. 85., 4. 49.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cause de grands maux;
2 qui souffre beaucoup.
Étymologie: πολύς, πῆμα.

English (Slater)

πολῠπήμων
   1 painful πολυπήμονας νόσους (P. 3.46)

Greek Monolingual

-ύπημον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. πολύπαθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο-πήμων, βαρυ-πήμων.

Greek Monotonic

πολῠπήμων: -ον (πῆμα), αυτός που προκαλεί πολλαπλή δυστυχία, επιβλαβής, σε Ομηρ. Ύμν.· πολυπήμονες νόσοι, ασθένειες, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπήμων: 2, gen. ονος причиняющий множество страданий, вредоносный (ἐπηλυσίη HH; πολυπήμονες ἀνθρώποισι νόσοι Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπήμων -ον, gen. -ονος [πολύς, πῆμα] zeer schadelijk.

Middle Liddell

πολῠ-πήμων, ον, πῆμα
causing manifold woe, baneful, Hhymn.; π. νόσοι diseases manifold, Pind.