ἀφειδέω

From LSJ
Revision as of 12:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφειδέω Medium diacritics: ἀφειδέω Low diacritics: αφειδέω Capitals: ΑΦΕΙΔΕΩ
Transliteration A: apheidéō Transliteration B: apheideō Transliteration C: afeideo Beta Code: a)feide/w

English (LSJ)

   A to be unsparing, lavish of, ψυχῆς S.El.980; τοῦ βίου Th. 2.43; σφῶν αὐτῶν ib.51; τῶν σωμάτων Lys.2.25: abs., ἀφειδήσαντες [πόνου, or the like ] ungrudgingly, Hp.Art.37; recklessly, E.IT 1354.    II take no care for, neglect, εἴ τις τοῦδ' ἀφειδήσοι πόνου S.Ant. 414 (s. v. l.); reck not of, μαινομένης θαλάσσης Musae.303; βασιλῆος, ἀέθλων, τοκήων A.R.2.98 (ἀκήδησαν Choerob.), 869, 3.630; Ἀφροδίτης Nonn.D.8.217: also in Prose, Str.1.2.6.

German (Pape)

[Seite 408] nicht schonen, nicht sparen, τινός, z. B. ψυχῆς Soph. El. 968; βίου Thuc. 2, 43; σφῶν αὐτῶν 2, 51, wie Plut. Poplic. 9; σώματων Lys. 2, 25; τῶν ἀλλοτρίων, fremdes Gut verschwenden; absolut Eur. I. T. 1354; ohne Rücksicht, ἀφειδήσαντες ἕλεσθε τὸν ἄριστον Ap. Rh. 1, 338; θαλάσσης, nicht achten, Mus. 302; vernachlässigen, πόνου Soph. Ant. 410, sich der Arbeit entziehen; vgl. βασιλῆος Ap. Rh. 2, 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφειδέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι ἀφειδής, ἀψηφῶ, ψυχῆς Σοφ. Ἠλ. 980· τοῦ βίου Θουκ. 2. 43· ἑαυτοῦ αὐτόθι 51· τῶν σωμάτων Λυσ. 193. 5: ‒ ἀπολ., ἀφειδήσαντες [κινδύνου, πόνου, ἢ τῶν ὁμοίων], τολμήσαντες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· γινόμενοι παράτολμοι, Εὐρ. Ι. Τ. 1354. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 414, εἴ τις τοῦδ’ ἀφειδήσοι πόνου, ὀλίγην δώσῃ προσοχὴν εἰς τὸν κόπον, δηλ. ἀμελήσῃ αὐτοῦ, ἀποφύγῃ τὸν κόπον, ὥστε τὸ ἀφειδεῖν καταντᾷ νὰ σημαίνῃ περίπου τὸ αὐτὸ καὶ τὸ φείδεσθαι, ἴδε Ἕρμαννον ἐν τόπῳ, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 98, 869· ὁ Δινδ. παρεδέχθη ἤδη τὴν εἰκασίαν τοῦ Bonitz: ἀκηδήσοι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀφειδήσω, ao. ἠφείδησα, pf. ἠφείδηκα;
1 ne pas épargner, ne pas ménager (sa vie, sa peine, etc.), gén.;
2 ne faire aucun cas de, négliger, se soustraire à, gén..
Étymologie: ἀφειδής.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἀφιδ- Hsch.
1 c. gen. no ahorrar, no escatimar, prodigar οὐκ ὀλίγων ἀφειδήσαντα χρημάτων OGI 640.12 (Palmira III d.C.), (χεῖρ) γλωχῖνος ἀφειδήσασα τριαίνης (mano) que prodiga la punta del tridente Nonn.D.2.411
abs. no escatimar esfuerzo ἀφειδήσαντα χρὴ ἀναγαγεῖν ἐς τὴν ἀρχαίην φύσιν hay que volverla (la nariz) a su primitiva hechura sin escatimar esfuerzos Hp.Art.37, cf. E.IT 1354
ser generoso τὸν ἄριστον ἀφειδήσαντες ἕλεσθε ὄρχαμον ἡμείων con ánimo generoso elegid al mejor para jefe nuestro A.R.1.338.
2 c. gen. no reparar en esp. de la vida o la propia pers. ψυχῆς ἀφειδήσαντε sin reparar (en exponer) su propia vida S.El.980, τοῦ βίου Th.2.43, σφῶν Th.2.51, cf. Plu.2.96d, αὐτοῦ Hld.7.7.1, σωμάτων Lys.2.25, cf. Plu.2.135e, Luc.Anach.24
no reparar, descuidar εἴ τις τοῦδ' ἀφειδήσοι πόνου si alguno descuidara este trabajo S.Ant.414, ἀέθλων A.R.2.869, κυδοιμοῦ Nonn.D.22.68, θαλάσσης Musae.303, cf. Hsch.
de pers. y dioses no reparar en, no hacer caso de βασιλῆος A.R.2.98, cf. 3.630, ἡμῶν Str.1.2.6, Ἀφροδίτης Nonn.D.8.217, cf. 33.157, ἀπειλῆς Nonn.D.44.27
c. inf. τίνα δεῖ προσαγορεύειν τὸν πᾶν τὸ ἀνθρώπειον πάθος ἀφειδοῦντα τοῖς θεοῖς προστρῖψαι; ¿qué hay que llamar al que no repara en achacar a los dioses toda flaqueza humana? D.L.1.5.

Greek Monotonic

ἀφειδέω: μέλ. -ήσω,
1. είμαι γενναιόδωρος ή σπάταλος σε, ψυχῆς, σε Σοφ.· ἑαυτοῦ, σε Θουκ.· απόλ., ἀφειδήσας (ενν. ἐαυτοῦ), αψήφιστα, απερίσκεπτα, σε Ευρ.· αλλά
2. ἀφειδεῖν πόνου, δεν δίνω προσοχή σ' αυτόν, δηλ. είμαι αμελής, αποφεύγω τον κόπο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφειδέω:
1) не щадить, не беречь, не жалеть, пренебрегать (ψυχῆς Soph.; βίου Thuc.; τῶν ἀλλοτρίων Eur.; τῶν σωμάτων Lys.; ἑαυτῶν Plut.);
2) избегать, уклоняться (τοῦδ᾽ πόνου Soph.).

Middle Liddell

[From ἀφειδής
1. to be unsparing or lavish of, ψυχῆς Soph.; ἑαυτοῦ Thuc.:—absol. ἀφειδήσας (sub. ἑαυτοῦ) recklessly, Eur.; but
2. ἀφειδεῖν πόνου to be careless of it, i. e. neglect, avoid, labour, Soph.