τάν
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
German (Pape)
[Seite 1066] od. τᾶν, stets in der Vrbdg ὦ τάν od. ὦ τᾶν, indekl., bei den Attikern wie ὦ οὗτος ein Anredewort, o du, viel seltener in der Anrede an Mehrere, o ihr, Ruhnk. Tim. p. 281; gew. im guten Sinne, mein Freund, mein Guter, doch auch zuweilen in Anreden des Tadels, Vorwurfs, Plat. Apol. 25 c; Dem. ἀλλ' ὦ τάν, 1, 27. 25, 78; Sp., wie Luc. u. Plut. – Ueber die verschiedenen Ansichten der alten Gramm. s. Reisig Conj. in Ar. p. 217 u. vgl. Apoll. Dysc. de adv. in B. A. II p. 569 u. Schol. Dion. Thrac. ib. 949. Nach Einigen ist es von ἔτης od. einer Nebenform dieses Wortes ἐτάν (vgl. νεάν u. νέος, ξυνάν u. ξυνός) abzuleiten, also ὦ 'τάν zu schreiben. Wahrscheinlicher von τῆνος od., nach Buttmann auss. gr. Gr. I p. 224, von τύ, τύνη, gradezu als voc. des pron. person. der zweiten Person zu betrachten, u. also ohne Apostroph ὦ τάν od. ὦ τᾶν zu schreiben; den Akut ziehen die Alten vor.
French (Bailly abrégé)
indécl. dans la locut. ὦ τάν ou ὦ τᾶν;
mon ami ! mon bon ! mon cher ! (rar. en mauv. part, en s’adressant à plusieurs pers. avec un verbe au duel).
Étymologie: probabl. anc. forme de τύ = σύ.
English (Slater)
τάν
1 sir ὦ τάν, μή με κερτομ[ fr. 215a. 4.
Greek Monolingual
, τάς ΝΜΑ
(δωρ. τ. αιτ. και γεν. του θηλ. άρθρ. αντί τήν, τῆς)
φρ. «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾱς»
α) (παρακελευσματική φράση που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στους γιους τους όταν έφευγαν για τον πόλεμο) ή νικητής να φέρεις πίσω την ασπίδα αυτή ή να φονευθείς ένδοξα και να σέ φέρουν πάνω σ' αυτήν
β) (σήμερα) λέγεται όταν πρόκειται να πάρει κανείς μια κρίσιμη απόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὁ, ἡ, το].
(I)
(τἄν) Α
(στους Αττ. συγγραφείς) κράση του τοι ἄν.
(II)
(τᾱν) ή τάν Α
άκλ. (μόνο στους Αττ. συγγραφείς και στην κλητ. ὦ τᾱν ή ὦ τάν ως φιλική προσφώνηση) ω φίλε, αγαπητέ μου, καλέ μου («ὅδ' ἔστιν, ὦ τᾱν, κεῑνος ὅς τότ' ἦν νέος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθανότατα από την κλητ. τάλαν (ως θωπευτική προσφώνηση) «κακόμοιρε!» του επιθ. τάλας με συγκοπή της συλλαβής -λα-, λόγω της γρήγορης και συχνής εκφώνησης της λέξης].
Russian (Dvoretsky)
τάν: и τᾶν indecl.: только в выраж. ὦ τάν! или ὦ τᾶν! друг!, дружок!, милый!, реже друзья! Soph., Eur., Plat.