ὄρπηξ

From LSJ
Revision as of 10:35, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρπηξ Medium diacritics: ὄρπηξ Low diacritics: όρπηξ Capitals: ΟΡΠΗΞ
Transliteration A: órpēx Transliteration B: orpēx Transliteration C: orpiks Beta Code: o)/rphc

English (LSJ)

Att. ὅρπηξ, ηκος, Aeol. and Dor. ὄρπαξ, ᾱκος, ὁ,

   A sapling, young shoot, Il.21.38, Pi.Parth.2.7, A.R.4.1425, Theoc.7.146, Call. Iamb.1.215, Ap.I; ὄρπακι βραδίνῳ Sapph.104, cf. 78.    2 anything made of such shoots or trees, goad for driving cattle, Hes.Op. 468 ; lance, E.Hipp.221 (anap.).    II metaph., scion, descendant, Orph.A.215. [Acc. ὅρπᾰκα is f. l. in AP7.200.]

German (Pape)

[Seite 386] ηκος, att. ὅρπηξ, ὁ, junger Sproß, Sprößling; τάμνε νέους ὄρπηκας ἵν' ἅρματος ἄντυγες εἶεν, Il. 21, 38; zur Peitsche gebraucht, d. Stachelstab, Hes. O. 470; auch eine Lanze, Eur. Hipp. 221; sp. D., μαράθου, Nic. Ther. 33; bei Ap. Rh. 4, 1425 in der Mitte stehend zwischen Gras und Baum, also Strauch. – Auch übertr., der Sohn, Abkömmling, Orph. Arg. 213; Opp. H. 2, 683. – [Nicias 8 (VII, 200) hat ὄρπακα als Dactylus gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

ὄρπηξ: Ἀττ. ὄρπηξ, -ηκος, Αἰολ. καὶ Δωρ. ὄρπαξ, -ᾱκος, ὁ, νέος βλαστός, κλάδος ἢ μικρὸν δένδρον, Ἰλ. Φ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1425, Θεόκρ. 7. 146· ὄρπακι βραδίνῳ Σαπφὼ 100 (34). 2) πᾶν τὸ ἐκ τοιούτων μικρῶν ἢ νεαρῶν δένδρων κατεσκευασμένον, κέντρον, βούκεντρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 466· λόγχη, Εὐρ. Ἱππ. 221. ΙΙ. μεταφορ., ἀπόγονος, Ὀρφ. Ἀργ. 213. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἅρπη, ὥστε ἡ ἀρχικὴ σημασία θὰ εἶναι ἡ τοῦ ὀξέος ἄκρου ἢ αἰχμῆς· πρβλ. Λατ. urpex, βωλοκόπον ὄργανον· - ὁ Κούρτ. 338, φρονεῖ ὅτι δύναται νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ ἕρπω). [Ἐν τῇ Ἀνθ. εὑρίσκομεν αἰτ. ὅρπᾰκα, ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 262].

Greek Monotonic

ὄρπηξ: Αττ. ὅρπηξ, -ηκος, Δωρ. ὄρπαξ, -ᾱκος, ,
1. δεντρύλλιο, νεόφυτο δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
2. οτιδήποτε κατασκευασμένο από τέτοια δέντρα, μαστίγιο, βουκέντρα, σε Ησίοδ.· λόγχη, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὄρπηξ, αττιξ ὅρπηξ, ηκος, doric ὄρπαξ, ᾱκος,
1. a sapling, young tree, Il., Theocr.
2. anything made of such trees, a goad, Hes.; a lance, Eur.