κακόνοια

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόνοια Medium diacritics: κακόνοια Low diacritics: κακόνοια Capitals: ΚΑΚΟΝΟΙΑ
Transliteration A: kakónoia Transliteration B: kakonoia Transliteration C: kakonoia Beta Code: kako/noia

English (LSJ)

ἡ,

   A ill-will, malice, opp. εὔνοια, Lys.22.16, X.An.7.7.45, Cyr.3.1.38, D.21.204, Ph.2.120, al.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, üble Gesinnung, Feindschaft; καὶ πανουργία Lys. 22, 16; Xen. Cyr. 3, 1, 38; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακόνοια: ἡ, τὸ κακῶς διακεῖσθαί τινι, δυσμένεια, ἀντίθετον τῷ εὔνοια, Λυσ. 165. 33, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Κύρ. 3. 1, 38, Δημ. 243. 19., 580. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, hostilité.
Étymologie: κακόνοος.

Greek Monolingual

η (AM κακόνοια) κακόνους
1. δυσμένεια, εχθρότητα, εχθρική διάθεση («οὐ γὰρ κακονοίᾳ τῆ σῆ τοῦτο ποιεῑ, ἀλλ' ἀγνοίᾳ», Ξεν.)
2. δυστροπία, στρεβλότητα χαρακτήρα, κακοτροπία, αναποδιά.

Greek Monotonic

κᾰκόνοια: ἡ, κακός σκοπός, κακεντρέχεια, μοχθηρία, κακή πρόθεση, δόλος, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόνοια: ἡ неприязнь, вражда, злоба Xen., Lys., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόνοια -ας, ἡ [κακόνοος] vijandigheid.

Middle Liddell

κᾰκόνοια, ἡ,
ill-will, malignity, malice, Xen., Dem.