οικοδομικός
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α οἰκοδομικός, -ή, -όν) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.)
2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για οικοδομήσεις («οικοδομικά υλικά»)
3. το θηλ. ως ουσ. η οικοδομική- οι τεχνικές και οι εργασίες που έχουν ως αντικείμενό τους τη μελέτη και κατασκευή τών κτηρίων
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από οικοδομές («οικοδομικός χώρος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικοδομικά
τα έξοδα που απαιτούνται για την ανέγερση οικοδομής
3. φρ. α) «οικοδομική γραμμή» — το όριο του οικοδομικού τετραγώνου που ορίζεται από το ρυμοτομικό σχέδιο προς την πλευρά του κοινόχρηστου χώρου μέχρι το οποίο επιτρέπεται η δόμηση
β) «οικοδομικό σύστημα» — σύστημα με το οποίο ανεγείρονται οι οικοδομές σε μία πόλη ή σε έναν οικισμό
γ) «οικοδομικό τετράγωνο» — κάθε δομήσιμη ενιαία έκταση που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια του οικισμού και περιβάλλεται από κοινόχρηστους χώρους, δηλαδή δρόμους ή πλατείες
δ) «γενικός οικοδομικός κανονισμός» — σύνολο διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται με νόμο και καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς για την εκτέλεση κάθε κατασκευής εντός ή εκτός σχεδίου πόλεων ή οικισμών
αρχ.
1. (για πρόσ.) έμπειρος για οικοδόμηση («χρησιμώτερός τε καὶ ἀμείνων κοινωνὸς τοῦ οἰκοδομικοῡ», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκοδομικόν
α) η ικανότητα για οικοδόμηση
β) η ικανότητα για διαπαιδαγώγηση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτισμένα τμήματα μιας οικίας, σε αντιδιαστολή προς τα λειτουργικά και χρηστικά.
επίρρ...
οικοδομικώς (Α οἰκοδομικῶς)
σε σχέση με την οικοδομική τέχνη.