ἑλξίνη

From LSJ
Revision as of 13:35, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλξίνη Medium diacritics: ἑλξίνη Low diacritics: ελξίνη Capitals: ΕΛΞΙΝΗ
Transliteration A: helxínē Transliteration B: helxinē Transliteration C: elksini Beta Code: e(lci/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, (ἕλκω)

   A pellitory, Parietaria officinalis, Dsc.4.85, Apollon.Mir.30.    II bindweed, Convolvulus arvensis, Dsc.4.39.    III = μῖλαξ τραχεῖα, Ps.-Dsc.4.142.    IV ἑ. μείζων, = περικλύμενον, ib.14.

German (Pape)

[Seite 802] ἡ, eine Pflanze mit behaarten Saamenkapseln, parietaria officinalis, Diosc.; auch antirrhinum aegyptiacum, ibd.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλξίνη: ῑ, ἡ, (ἕλκω) φυτὸν φυόμενον ἐν θριγκοῖς καὶ τοίχοις˙ καυλία δὲ ἔχει λεπτὰ καὶ ὑπέρυθρα φύλλα ὅμοια λινοζώστει, δασέα˙ περὶ δὲ τοὺς καυλούς, οἱονεὶ σπερμάτια τραχέα, ἀντιλαμβανόμενα τῶν ἱματίων, κτλ. Διοσκ. 4. 86, πρβλ. αὐτόθι 39˙ κατὰ τὸν Sibthorp, φύεται πανταχοῦ ἐν Ἑλλάδι καὶ ὀνομάζεται κοινῶς ἀνεμοκλεῖτι ἢ περδικάκι˙ καθ’ Ἡσύχ. «ἑλξίνη ἡ περδίκιος βοτάνη»˙ - «σιδηρῑτις πόα» ὁ αὐτ.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
bot.
1 parietaria, Parietaria officinalis L., planta urticácea, Nic.Th.537, Dsc.4.85.1.
2 correhuela, Convolvulus arvensis L., Hp.Mul.1.78, Dsc.4.39, Ath.Med. en Gal.13.298, Archig. en Gal.12.857, Paul.Aeg.3.45.10, ἑ. μελαίνη tb. llamada κισσάμπελος Gal.11.875, cf. Archig. en Orib.43.42.4, Aët.6.81.
3 zarzaparrilla, Smilax aspera L., Ps.Dsc.4.142.
4 ἑ. μείζων otro n. de la madreselva, Lonicera etrusca G. Santi, Ps.Dsc.4.14.

Greek Monolingual

η (AM ἑλξίνη)
ποώδες φυτό της οικογένειας τών ουρτικιδών, το περδικάκι.

Frisk Etymological English

ἑλξῖτις See also: s. ἕλκω.

Frisk Etymology German

ἑλξίνη: ἑλξῖτις
{helksínē}
See also: s. ἕλκω.
Page 1,501