μύαξ

From LSJ
Revision as of 15:25, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύαξ Medium diacritics: μύαξ Low diacritics: μύαξ Capitals: ΜΥΑΞ
Transliteration A: mýax Transliteration B: myax Transliteration C: myaks Beta Code: mu/ac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A = μῦς 11, sea-mussel, Xenocr. ap. Orib.2.58.90, Dsc. 2.5, Plin.HN32.95; also of its shell, Dsc.1.32,33.    II = μύστρον 2, Crito ap.Gal.14.105; μ. χαλκοῦς Id.12.892. (Cf. Lat. mūrex.)

German (Pape)

[Seite 213] ακος, ὁ, 1) = μῦς. – 2) die Miesmuschel, Diosc. – 3) = μύστρον, Lob. Phryn. 321.

Greek (Liddell-Scott)

μύαξ: -ᾰκος, ὁ, = μῦς ΙΙ, θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», Ξενοκρ. σ. 12, Πλίν. 32. 31. ΙΙ. = μύστρον ΙΙ, Γαλην.· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 321. ΙΙΙ. τὸ ἄνω μέρος τῆς κόγχης Χριστιανικοῦ ναοῦ, Σωφρόνιος 3984Α, Β.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μύαξ)
ζωολ. το μύδι
μσν.
αρχιτ. το επάνω μέρος της κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα
αρχ.
1. όστρακο, καύκαλο
2. κουτάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο της λ. μῦς (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, δηλωτικό ονομάτων ζώων (πρβλ. ασπάλ-, μέμβρ-αξ). Κατ' άλλους, πρέπει να συνδέεται με λ. που δεν έχει διασωθεί στην ελλ. και που θα σήμαινε «φύκι» (πρβλ. λατ. muscus και νέο άνω γερμ. Μiesmuschel «μύδι»), ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. συνδέεται με το μύω «κλείνω». Τέλος, η άποψη κατά την οποία η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα και αντιστοιχεί με το λατ. mūrex «είδος κοχλία» δεν φαίνεται πιθανή].

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: sea-mussel, its shell (medic., Plin.); spoon (from shell; medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as ἀσπάλαξ, μέμβραξ, ὕραξ and other animals' names (Chantraine Form. 378f.). Like μυΐσκη, -ος id. prob. from μῦς, which can also mean mussel; cf. also Lat. mūsculus also mussel; s. Strömberg Fischnamen 109. Diff. Fick a.o. (s. WP. 2, 251): to a word for moss in Lat. muscus a.o.; cf. esp. NHG Mies-muschel. Diff. again L. Meyer 4, 291: to μύω shut (oneself). -- With μύαξ can be identical Lat. mūrex purple (snail) as inherited word, s. W.-Hofmann s.v. For Mediterranan origin of mūrex Ernout-Meillet; thus also on μύαξ Chantraine Form. 378; DELG rejects all hypotheses. - The suffix -αξ however is typically Pre-Greek; is it possible that this was added to the IE word *mus mouse? (Not in Fur.)

Frisk Etymology German

μύαξ: -ακος
{múaks}
Grammar: m.
Meaning: Miesmuschel, Schale derselben (Mediz., Plin.). Löffel (aus Schale; Mediz.).
Etymology : Bildung wie ἀσπάλαξ, μέμβραξ, ὕραξ und andere Tiernamen (Chantraine Form. 378f.). Wie μυΐσκη, -ος ib. wahrscheinlich von μῦς, das auch Muschel bedeuten kann; vgl. noch lat. mūsculus auch Miesmuschel; dazu Strömberg Fischnamen 109. Anders Fick u.a. (s. WP. 2, 251) : zu einem Wort für Moos in lat. muscus u.a.; vgl. bes. nhd. Mies-muschel. Wieder anders L. Meyer 4, 291: zu μύω sich schließen. — Mit μύαξ kann lat. mūrex Purpurschnecke als Erbwort identisch sein, s. W.-Hofmann s.v. Für mittelmeerländischen Ursprung von mūrex Ernout-Meillet; ähnlich auch über μύαξ Chantraine Form. 378.
Page 2,262-263