Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προυσελέω

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προυσελέω Medium diacritics: προυσελέω Low diacritics: προυσελέω Capitals: ΠΡΟΥΣΕΛΕΩ
Transliteration A: prouseléō Transliteration B: prouseleō Transliteration C: prouseleo Beta Code: prousele/w

English (LSJ)

   A treat with contumely, outrage, maltreat, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον A.Pr.438 (προσηλούμενον with ε written over η, cod.Med.; προσελούμενον cett.); οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς . . προυσελοῦμεν Ar.Ra.730 cod.Rav. (προσ- cett., προυγελοῦμεν Stob.): προσηλούμενον is written in codd. of Ael.Ep.3; Hsch. has προσέλει· προπηλακίζει, προυγελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν; cf. προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν EM690.11; προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν, Suid.—The etym. is unknown.

German (Pape)

[Seite 795] s. προσελέω.

Greek (Liddell-Scott)

προυσελέω: λέξις εὑρισκομένη μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 438 (ἔνθα τὸ Μεδ. ἀντίγραφ. ἔχει προσηλούμενον μετὰ ε ὑπεράνω τοῦ η καὶ τὰ λοιπὰ ἀντίγραφα προσελούμενον)· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς... προυσελοῦμεν (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 730· παρὰ δ’ Ἡσυχίῳ εὑρίσκομεν τὰς γλώσσας προσελεῖ· προπηλακίζει, καὶ προυσελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν· καὶ ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν· καὶ παρὰ Σουΐδ., προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν· τέλος δὲ παρὰ Στοβ. 241, 37, φέρεται προυγελοῦμεν ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Ἀριστοφάνους. ― Οὕτως ἡ σημασία τῆς λέξεως εἶναι φανερά, δηλ. προπηλακίζω, ὑβρίζω, ἀλλ’ ὁ τύπος τῆς λέξεως ἐπλάσθη κατ’ εἰκασίαν. Καὶ μέχρι μὲν τοῦ Πόρσωνος οἱ ἐκδόται συμφώνως ἀνεγίνωσκον προσελούμενον, προσελοῦμεν, καὶ ἐδικαιολόγουν τὸ μακρὸν τῆς πρώτης συλλαβῆς κατὰ διαφόρους τρόπους. Ἀλλ’ ὁ Πόρσων ἀποκατέστησε τὸ γνήσιον τύπον προυσελέω, ἐκ τοῦ Μεγάλ Ἐτυμολ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὴν δὲ εἰκασίαν αὐτοῦ ἐβεβαίωσε μετὰ ταῦτα τὸ Ραβενν. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. (Ἐν τοῖς τύποις προυγελεῖν, -γελοῦμεν (Στοβ.) τὸ γ πιθανῶς παριστάνει ϝ, ἴδε ἐν λέξ. δίγαμμα IV. Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθανῶς προσϝελέω, ὅπερ μετεβλήθη εἰς προ-ϝσελέω, ἢ προυσελέω· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ σϝελέω διαμένει εἰσέτι σκοτεινὴ καὶ μετὰ τὰς ἐρεύνας τοῦ Buttm. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. Act. et Pass.
insulter, outrager, acc..
Étymologie: p. *προϜσελέω, de *προσϜελέω.

Greek Monotonic

προυσελέω: κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω, προπηλακίζω, μόνο σε δύο χωρία, ἴσμεν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον, σε Αισχύλ.· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς προυσελοῦμεν, υβρίζουμε αυτούς που γνωρίζουμε ότι είναι αριστοκράτες, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προυσελέω mishandelen, onheus bejegenen.

Russian (Dvoretsky)

προυσελέω: и προσελέω оскорблять, унижать (τινα Aesch., Arph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to mock, to treat contumeliously, to abuse (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Often explained with (H., Suid.) προπηλακίζειν; so from *προ-εσ-ελέω (: ἕλος) prop. sink in the swamp (Schwyzer 724)?

Middle Liddell


to maltreat, insult, only in two passages, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Aesch.; οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς προυσελοῦμεν we insult those whom we know to be noble, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

προυσελέω: {prouseléō}
Grammar: v.
Meaning: verhöhnen, schmählich behandeln, mißhandeln (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).
Etymology : Oft (H., Suid.) mit προπηλακίζειν erklärt; somit aus *προεσελέω (: ἕλος) eig. in den Sumpf senken (Schwyzer 724)?
Page 2,604