ζῳογονέω

From LSJ
Revision as of 20:36, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

German (Pape)

[Seite 1143] Thiere, lebendige Wesen hervorbringen, Theophr.; zeugen, πᾶν ἔμψυχον Luc. am. 19; παρθένον D. D. 8; bei S. Emp. adv. gramm. 264 steht ἐζωγονῆσθαι; beleben, Ath. VII, 298 c. Am Leben erhalten, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογονέω: παράγω, γεννῶ ζῴα, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 2· ἐπὶ σηπομένων ὑλῶν παραγουσῶν σκώληκας· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 3. 24, 3. ΙΙ. ζωογονέω, παράγω, γεννῶ ζῶντα πλάσματα, ἡ φύσις ζωογονεῖ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3, Λουκ. Ἔρωσ. 19· ζωογ. παρθένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς τεκόντος τὴν Παλλάδα ζῶσαν ἐκ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Θεῶν Διαλ. 8, Διόδ. 1. 23. - Παθ., λαμβάνω ζωήν, γεννῶμαι ζῶν, Ἀριστ. Θαυμασ. 23. 2) παρέχω ζωήν, χαρίζω εἴ τι ζωήν, τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 2. - Παθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 294, Ἰσίδ. παρ’ Ἀθην. 93D. 3) διατηρῶ ζῶντα, ἐν τῇ ζωῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 33. - Παθ., Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 19. 4) = ζωγρέω, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. κζ΄, 11).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des vers ou animalcules ; Pass. se remplir de vers.
Étymologie: ζῳογόνος.

Greek Monotonic

ζῳογονέω: (ζωός), μέλ. -ήσω,
I. παράγω ζωντανά, γεννώ ζώα, σε Λουκ.
II. διατηρώ κάποιον στη ζωή, τον κρατώ ζωντανό, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ζῳογονέω:
1) (по)рождать живые существа (ἡ γῆ ζῳογονοῦσα Arst.): παρθένον ἔνοπλον ζ. Luc. (о Зевсе) родить деву (Афину) в полном вооружении;
2) быть плодовитым; pass. рождаться во множестве, кишеть (περὶ Θετταλίαν μνημονεύουσιν ὄφεις ζῳογονηθῆναι Arst.);
3) (о животных) быть живородящим (μάλιστα οἱ γαλεοὶ ζῳογονοῦσιν Plut.);
4) сохранять в живых (τὴν ψυχήν NT); pass. оставаться в живых NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογονέω en ζωογονέω [ζῳογόνος] het leven geven, voortbrengen, met acc. in leven houden, redden, met acc.

Middle Liddell

ζῳογονέω, fut. -ήσω ζωός
I. to produce alive, Luc.
II. to preserve alive, NTest. [from ζῳογόνος1]

Chinese

原文音譯:zwogonšw 索哦哥尼哦

詞類次數:動詞(2)

原文字根:活-成為

字義溯源:使之存活,賜給生命,救活,存活;由(ζῷον)=活物)與(γίνομαι)*=成為)組成;而 (ζῷον)出自(ζάω)*=活)

出現次數:總共(3);路(1);徒(1);提前(1)

譯字彙編

1) 存活的(1) 提前6:13;

2) 存活(1) 徒7:19;

3) 必救活(1) 路17:33