ὀλεθρεύω
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
A slay, destroy, ib.Ex.12.23, al., Vett.Val.123.11.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλεθρεύω: διάφ. γραφ. ἀντὶ ὀλοθρεύω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23).
English (Thayer)
(ὀλοθρεύω) and, according to a preferable form, ὀλεθρεύω (Lachmann; see Bleek, Hebrew-Br. ii. 2, p. 809; cf. Delitzsch, Commentary on Hebrews , as below; (Tdf. Proleg., p. 81; WH's Appendix, p. 152)); (ὄλεθρος); an Alex. word (Winer s Grammar, 92 (88)); to destroy: τινα, Philo, alleg. 2:9).) (Compare: ἐξολοθρεύω.)
Greek Monolingual
ὀλεθρεύω (Α) όλεθρος
1. αφανίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφω
2. εξοντώνω, φονεύω.
Chinese
原文音譯:ÑloqreÚw 哦羅特留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:全部 敗壞 相當於: (נָגַף) G5221
字義溯源:滅,毀滅,破壞;源自(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞);而 (ὀλέθριος / ὄλεθρος)出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (ἀπόλλυμι)全毀 2) (Ἀπολλύων)毀滅者 3) (ἀπώλεια)沉淪 4) (ἐξολεθρεύω)全然滅絕 5) (ὀλέθριος / ὄλεθρος)敗壞 6) (ὀλεθρευτής / ὀλοθρευτής)敗壞者 7) (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)滅 8) (συναπόλλυμι)一同滅亡
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 毀滅者(1) 來11:28